Η Μακεδονία, η Θεσσαλονίκη και η Θέρμη στη νεότερη εποχή (1821-1912) Μέρος 3

Η Θεσσαλονίκη μεταξύ 19ου αι.-1912

Οι επαναστατικές ζυμώσεις πριν από την Επανάσταση του 1821

Για τη Θεσσαλονίκη την περίοδο πριν το 1821 πληροφορίες αντλούμε από το Σεγιαχτναμέ (Οδοιπορικό) του Χαϊρουλλάχ ιμπν Σινασή Μεχμέτ αγά, ο οποίος διορίστηκε μουλάς (ανώτερος δικαστής) της πόλης και έφτασε στη Θεσσαλονίκη τον Σεπτέμβριο του 1820. Η αυθεντικότητα του κειμένου και η ύπαρξη του ίδιου του Μεχμετ αγά αμφισβητείται. Οι πληροφορίες που αναφέρει, ωστόσο, αναφέρονται και από Ευρωπαίους περιηγητές (Σαρηγιάννης, 2015). Περιγράφει όσα συναντά μπαίνοντας στη Θεσσαλονίκη από την πύλη του Βαρδαρίου και διασχίζει την Εγνατία. Θαυμάζει την πόλη και κυρίως τα πολλά τζαμιά της -πάνω από 70 εκείνη την περίοδο. Αναφέρεται στα φτωχικά σπίτια και στις λιγοστές μικρές πλατείες (Βακαλόπουλος, 1997).

Αφού παραμένει εκεί κάποιο διάστημα, διαπιστώνει ότι οι Έλληνες έχουν κάποιες ελευθερίες, 1-2 σχολεία και μερικές εκκλησίες. Αναφέρει ότι οι πρόκριτοι κάθονται στα μεγάλα πεζούλια της εκκλησίας του Αγίου Μηνά και συζητούν διάφορα εθνικά ζητήματα. Άλλες ελευθερίες που απολαμβάνουν οι Έλληνες της Θεσσαλονίκης, που δεν διαπιστώνονται σε άλλες πόλεις είναι ότι κυκλοφορούν στους μεγάλους δρόμους με άλογο, φορούν καλά ρούχα και δεν κατεβαίνουν από το πεζοδρόμιο, αν συναντήσουν μουσουλμάνο (Βακαλόπουλος, 1997).

Πολλοί Θεσσαλονικείς, κυρίως έμποροι, μυούνται αυτό το διάστημα στη Φιλική Εταιρεία. Στη Μακεδονία ο βασικός κατηχητής είναι ο Γιάννης Φαρμάκης. Η παράδοση αναφέρει ως μυημένους τον πρόκριτο Χριστόδουλο Μπαλάνο, τον Χρ. Μενεξέ από τα Άγραφα, τον Κ. Τάττη, τον Γ. Πάικο και άλλους. Ακόμη στους μυημένους εντάχθηκαν κι οι Έλληνες πρόξενοι της Ρωσίας στη Θεσσαλονίκη και στις Σέρρες. Λέγεται ότι συνεδριάσεις των Φιλικών γίνονταν στη Μονή Βλατάδων και στην εκκλησία της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος (Βακαλόπουλος, 1997).

1820: Μήνες πριν το ξέσπασμα της επανάστασης του 1821 υπήρχε στην πόλη έντονος αναβρασμός και ενθουσιασμός. Πολλοί Θεσσαλονικείς πήραν μέρος στον αγώνα, όπως ο Μεσταντές, ο φιλικός και αγωνιστής Γεώργιος Στεργίου, ο ναυτικός Παναγιώτης Δημητρίου Καλαφάτης κ.ά. Οι τουρκικές αρχές τους παρακολουθούν και συστήνουν στον μητροπολίτη Ιωσήφ να νουθετήσει το ποίμνιό του. Συλλαμβάνουν πολλούς Έλληνες, για να τρομοκρατήσουν τους υπόλοιπους και τους φυλακίζουν στον Κανλή Κουλέ (τον Πύργο του Αίματος, τον Λευκό Πύργο), που λειτουργούσε τότε ως φυλακή. Οι φυλακισμένοι ήταν πολλών εθνικοτήτων, αλλά υπερτερούσαν οι Έλληνες. Θα μπορούσε κάποιος να φυλακιστεί, επειδή δεν χαιρέτησε όπως θα έπρεπε τον Γιουσούφ μπέη ή γιατί συναντούσε άλλους στην εκκλησία του Αγίου Μηνά. Η υγρασία και η πείνα έκαναν την κατάσταση στη φυλακή αφόρητη (Βακαλόπουλος, 1997).

1821: ο Γιουσούφ μπέη τρομοκρατεί τους Έλληνες, μετά την έκρηξη της Επανάστασης στη Χαλκιδική:

Σύντομα φτάνουν οι ειδήσεις για την επανάσταση του Αλέξανδρου Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία, την αναταραχή στα Βαλκάνια και την εξέγερση στην Πελοπόννησο. Σταδιακά η Επανάσταση εξαπλώνεται στη Στερεά Ελλάδα, τα Νησιά του Αιγαίου, στη Θεσσαλία και στη Χαλκιδική (Βακαλόπουλος, 1997).

Ο Γιουσούφ ανήσυχος διατάζει τους προκρίτους της περιοχής του να παρουσιαστούν μπροστά του και σκοπεύει να τους κρατήσει ως ομήρους, για να μην ηγηθούν μελλοντικών απελευθερωτικών κινημάτων. Ωστόσο, οι πρόκριτοι κατάλαβαν την παγίδα κι έστειλαν στη θέση τους φτωχούς χωρικούς. Από τότε αρχίζει η καταδίωξη των προκρίτων κι ο Γιουσούφ φυλακίζει στο κονάκι του (το σημερινό διοικητήριο) 400 ομήρους (μεταξύ αυτών και 100 μοναχούς από μετόχια) και τους κακοποιεί: τους βρίζει, τους εξευτελίζει, τους μαστιγώνει και κάποιους τους θανατώνει. Μάλιστα έστειλε στην περιοχή κοντά στο Άγιο Όρος δύναμη ανδρών, που αφόπλισε τους κατοίκους. Εκείνη την περίοδο πολλοί καταφεύγουν στα βουνά. Στα τέλη του Μαΐου επαναστατικά σώματα επιβάλλουν την ελληνική εξουσία (Βακαλόπουλος, 1997).

Η επανάσταση της Χαλκιδικής (1821):

Την ίδια περίοδο (16 Μαΐου) ο Γιουσούφ θέλησε να πιάσει τους ισχυρούς προκρίτους του Πολυγύρου, γιατί τους υποψιαζόταν ως υποκινητές ταραχών, αλλά αυτοί είχαν προλάβει να φύγουν. Το ίδιο βράδυ οι Τούρκοι στρατιώτες της μικρής φρουράς του Πολυγύρου ξεκίνησαν την τρομοκρατία, βρίζοντας, απειλώντας και πυροβολώντας όσους συναντούσαν στον δρόμο τους. Οι κάτοικοι περίμεναν από μέρα σε μέρα να ξεσπάσει η εξέγερση και άρπαξαν τα όπλα, πάτησαν το διοικητήριο, σκότωσαν τον διοικητή (βοεβόδα) και 14 άντρες και τραυμάτισαν άλλους τρεις (Βακαλόπουλος, 1997).

Τις επόμενες μέρες, μαθαίνοντας τα γεγονότα ο Γιουσούφ, εξαγριώνεται και διατάζει τη σφαγή πάνω από 200 ομήρων από τα γύρω χωριά στο κονάκι, μπροστά του. Από τη μέρα εκείνη επικρατεί ένα κλίμα τρομοκρατίας στη Θεσσαλονίκη, που μεταβάλλεται σε απέραντο σφαγείο. Ο ίδιος ο Γιουσούφ περιπολούσε με το άλογό του και χαφιέδες τριγυρνούσαν στους δρόμους και σκότωναν χωρίς έλεος όποιους Έλληνες συναντούσαν. Έμπαιναν ακόμη και μέσα στα σπίτια, σκοτώνοντας, αρπάζοντας, κακοποιώντας, χωρίς να λογοδοτούν πουθενά. Στις 18-19 Μαΐου συλλαμβάνεται και θανατώνεται στην πλατεία του Καπανιού (σημερινή αγορά Βλάλη, οδός Μενεξέ) ο αρχιεπίσκοπος. Ακολούθησαν κι άλλοι πρόκριτοι, από αυτούς που προαναφέρθηκαν (Βακαλόπουλος, 1997).

Πολλοί αναζήτησαν καταφύγιο στο ναό του σημερινού Γρηγορίου Παλαμά, αλλά και αυτούς τους κατέσφαξαν. Όσους δεν σκότωσαν αμέσως, τους μετέφεραν πάλι στο Καπάνι και τους εκτέλεσαν. Μόνο λίγοι κατόρθωσαν να ξεφύγουν και να σωθούν, καταφεύγοντας σε έναν τεκέ δερβίσηδων, οι οποίοι τους προστάτευσαν (Βακαλόπουλος, 1997).

Η όψη της πόλης αυτή την περίοδο είναι φρικτή: οι πλατείες είναι γεμάτες με πασσάλους και οι επάλξεις του Επταπυργίου γεμάτες με κομμένα κεφάλια. Οι εκκλησίες μετατράπηκαν σε φυλακές (π.χ. Άγιος Αθανάσιος), όπου οι φυλακισμένοι εγκαταλείπονταν χωρίς τροφή και νερό. Συνηθισμένος τόπος βασανιστηρίων ήταν και η Πύλη της Καλαμαριάς (Πλατεία Συντριβανίου) ως τους Στρατώνες στα δυτικά (Βακαλόπουλος, 1997).

Οι ωμότητες αυτές έφεραν σε απελπιστική κατάσταση τους υπόδουλους, με αποτέλεσμα να γενικευτεί η επανάσταση στη Χαλκιδική. Δημιουργούνται δύο μεγάλα σώματα:

Τα δύο αυτά σώματα, παρά τις πρόσκαιρες επιτυχίες τους, νικήθηκαν και διαλύθηκαν. Η παράδοση λέει ότι η ομάδα του Χάψα έφτασε ως το Σέδες και η δεύτερη ως το Μπουγιούκ Ντερέ (Στάση Αγίου Γεωργίου), σύμφωνα με κάποιες παραδόσεις (Βακαλόπουλος, 1997).

Το αποτέλεσμα είναι να διαλυθούν και να καταστραφούν ανθηρές κωμοπόλεις και χωριά της περιοχής. Οι επαναστάτες και πολλά γυναικόπαιδα καταφεύγουν και οχυρώνονται στις Χερσονήσους του Αγίου Όρους και της Κασσάνδρας. Οι Τούρκοι στέφουν τις καταστροφικές τους διαθέσεις και προς τον Κολυνδρό και την Κατερίνη. Οι φλόγες από τα κατεστραμμένα χωριά φαίνονται από τη Θεσσαλονίκη. Οι σκλαβωμένοι καταφτάνουν σε καραβάνια αλυσοδεμένοι και πωλούνται στα σκλαβοπάζαρα της πόλης με 5-20 τάλαρα το κεφάλι (Βακαλόπουλος, 1997).

Η μάχη των Βασιλικών

Αρχηγός των μαχόμενων Ελλήνων ήταν ο καπετάν Χάψας. Το πραγματικό του όνομα ήταν Κάψας, αλλά τον ονόμασαν έτσι, επειδή «έχαφτε» τους Τούρκους. Η μάχη έγινε, καθώς οι ένοπλες ομάδες κινούνταν από την Ιερισσό προς την Θεσσαλονίκη. Ο Καπετάν Χάψας με τους άνδρες του στις 8 Ιουνίου του 1821 έφθασε στη Θέρμη (Σέδες). Εκεί έγινε μάχη με το ιππικό του Αχμέτ Μπέη των Γιαννιτσών (Άλλες πληροφορίες αναφέρουν ότι αυτή η μάχη έγινε κοντά στη Γεωργική Σχολή, πολύ κοντά στη Θεσσαλονίκη) (Βαμβακούδης, 1972).

Οι Τούρκοι νικήθηκαν και υποχωρούσαν πανικόβλητοι. Τότε έκανε την εμφάνισή του ο Μπαϊράμ πασάς στη Θεσσαλονίκη. Έγινε αμέσως πολεμικό συμβούλιο υπό τον Καπετάν Χάψα και αποφάσισαν να οπισθοχωρήσουν στους πρόποδες του βουνού Βούζιαρη, όπως είχε προτείνει ο Γεώργιος Κοτζιάς, ένας γέρος προεστός από τα Βασιλικά (Βαμβακούδης, 1972).

Ο Καπετάν Χάψας έδωσε εντολή να φύγουν οι άμαχοι και τα γυναικόπαιδα από τα Βασιλικά και να πάνε στο μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας. Όμως τους πρόλαβε το ιππικό του Αχμέτ Μπέη και ακολούθησε μεγάλη σφαγή των αμάχων στον κάμπο και στις βουνοπλαγιές της Αγίας Αναστασίας (Βαμβακούδης, 1972).

Η εμπροσθοφυλακή του τουρκικού στρατού του Μπαϊράμ Πασά, συγκρούστηκε με τους αποφασισμένους άντρες του Καπετάν Χάψα στους πρόποδες του βουνού Βούζιαρη, στην τοποθεσία που λέγεται «Του Τσελέπη η Πέτρα». Ύστερα από σφοδρή μάχη η εμπροσθοφυλακή αναγκάστηκε να υποχωρήσει και οι επαναστάτες κυνήγησαν τους Τούρκους με τα γιαταγάνια. Λίγο αργότερα όμως έφθασε το κύριο σώμα του στρατού και το τουρκικό σώμα κυριάρχησε αριθμητικά (Βαμβακούδης, 1972).

Η μάχη που ακολούθησε ήταν φοβερή, η τελευταία περιγραφή για τον Καπετάν Χάψα είναι ότι όρμησε με το σπαθί στο χέρι και ένα μαχαίρι στα δόντια, στον κύριο όγκο του τουρκικού στρατεύματος. Τον ακολούθησαν οι οπλαρχηγοί από τον Βάβδο: οι Χαλάλης, Τουρλάκης και Καραγιάννης. Έπεσαν όλοι πολεμώντας μέχρι ενός. Ήταν Δευτέρα 10 (κατά άλλους 13) Ιουνίου του 1821. Οι Έλληνες άφησαν στο πεδίο της μάχης 63 ή 68 νεκρούς και οι Τούρκοι πολύ περισσότερους. Βέβαια υπήρχαν εκατοντάδες νεκροί σε ολόκληρη την περιοχή (Βαμβακούδης, 1972).

Η τοποθεσία εκεί λέγεται αλλιώς και Στασιομάνι και βρίσκεται στην ευρύτερη περιοχή της Μονής της Αγίας Αναστασίας. Πολλοί πολεμιστές, τα «Παιδιά του Χάψα», όπως ονομάστηκαν από τον λαό, οπισθοχώρησαν προς τα υψώματα του Βάβδου και του Πολυγύρου με σκοπό να συναντήσουν το σώμα του Εμμανουήλ Παπά και να συνεχίσουν τον αγώνα εναντίον των Τούρκων και του Μπαϊράμ πασά (Βαμβακούδης, 1972)

Τα γυναικόπαιδα και οι άμαχοι που είχαν διασωθεί στο Μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας, βρίσκονταν σε κατάσταση πανικού. Οι Τούρκοι απλώθηκαν και περικύκλωσαν όλο το μοναστήρι. Ο Γέρο Χιμευτός (προεστός της Κασσανδρείας) αποφάσισε να ζητήσει υποταγή, για να σώσει τα γυναικόπαιδα. Πήγε μαζί με τον Τσολάκη και τον Σκανδήλα σε έναν παλιό του φίλο Τουρκαλβανό, τον Αγκούς, για να μεσολαβήσει. Ο Αγκούς έδειξε σκληρότητα και σκότωσε τους δυο συνοδούς του μπροστά στα μάτια του. Τον ίδιο τον άφησε να επιστρέψει και του άφησε μια μέρα διορία να φύγει από το Μοναστήρι. Ο Γέρο Χιμευτός ανηφόρισε προς το μοναστήρι της Αγίας Αναστασίας, μάζεψε τους άμαχους και τα γυναικόπαιδα και μέσα στη νύχτα τους οδήγησε προς τη Γαλάτιστα, το Βάβδο, τον Πολύγυρο και τον Άγιο Νικόλαο. Άλλοι από αυτούς πήγαν στην Κασσάνδρα και ορισμένοι γέροντες προς το Όρος (Βαμβακούδης, 1972).

Την άλλη μέρα το πρωί, οι Τούρκοι από το Γαλαρινό έστειλαν μια περίπολο προς το μοναστήρι, γιατί ο Μπαϊράμ πασάς πίστευε πως υπάρχουν επαναστάτες μέσα. Κάποιος καλόγερος όμως ή φύλακας του μοναστηριού, έριξε μερικούς πυροβολισμούς, σκότωσε 2-3 Τούρκους, οι υπόλοιποι οπισθοχώρησαν και τότε ο Μπαϊράμ πασάς διέταξε την κατάληψη, την λεηλασία και την πυρπόληση της Μονής της Αγίας Αναστασίας (Βαμβακούδης, 1972).

Τα στρατεύματα του Εμμανουήλ Παπά, τα “Παιδιά του Χάψα”, οι Πολυγυρινοί, οι Κασσανδρινοί και οι πολλοί άλλοι Χαλκιδικιώτες συνέχισαν να πολεμούν. Οι Τούρκοι σύντομα πέρασαν τους λόφους του Βάβδου και προχώρησαν προς τον Πολύγυρο (Βαμβακούδης, 1972).

Από τον Αύγουστο του 1821, η περίοδος τρομοκρατίας παρουσιάζει ύφεση, οι εκκλησίες ξανανοίγουν και αρκετοί Έλληνες απελευθερώνονται ύστερα από πολύμηνη φυλάκιση. Οι μαρτυρίες της εποχής κάνουν λόγο για φυλακίσεις μέσα σε χριστιανικούς ναούς για εβδομάδες χωρίς τροφή. Όσοι επέστρεψαν στα σπίτια τους τα βρήκαν κατεστραμμένα. Παρόλο που αφέθηκαν ελεύθεροι, η τρομοκρατία δεν έπαψε ολοκληρωτικά. Οι περισσότεροι έμεναν στα σπίτια τους φοβισμένοι, δεν άνοιγαν τα μαγαζιά τους και πεινούσαν (Βακαλόπουλος, 1997).

Μία λιγότερο γνωστή πτυχή της Επανάστασης του 1821 στη Μακεδονία

Στην περίοδο διεξαγωγής του αγώνα στη Μακεδονία, οι μοναχοί του Άθωνα, πλην της μονής Εσφιγμένου, έπαιξαν έναν πιο σκιώδη ρόλο. Ο Εμμανουήλ Παπάς, ο οποίος φαίνεται ότι δεν ήταν εμπειροπόλεμος μέχρι τη συμμετοχή του στην Επανάσταση της Χαλκιδικής, λόγω της οικονομικής και πολιτικής του επιρροής (ήταν δανειστής σε πολλούς αγάδες και μπέηδες), προσπαθούσε να βοηθήσει πολλούς από τους υπόδουλους. Ο ίδιος είχε μυηθεί στη Φιλική Εταιρεία και είχε έρθει σε επαφή με τον φιλικό Κωνσταντίνο Παπαδάτο στην Κωνσταντινούπολη, ενώ φαίνεται ότι ο Αλέξανδρος Υψηλάντης τον είχε υπό την καθοδήγησή του. Μάλιστα ο Παπάς μαζί με τον Υψηλάντη σχεδίαζαν τη δολοφονία του σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη, αλλά το σχέδιό τους απέτυχε. Όταν το σχέδιο προδόθηκε, ο Εμμανουήλ Παπάς κατέφυγε στον Άθωνα (Πολατίδης, 2021).

Ο Εμμανουήλ Παπάς θεώρησε τον Άθωνα αρχικά κατάλληλο ορμητήριο για την εξέγερση στη Χαλκιδική, λόγω της φυσικής οχύρωσης της χερσονήσου, αλλά και των 3.000 μοναχών που μόναζαν εκείνη την περίοδο στα 20 μοναστήρια. Οι μοναχοί είχαν υποφέρει πολύ από τον Τούρκο διοικητή και φαίνεται ότι υπήρχαν και κάποιοι μυημένοι στη Φιλική Εταιρεία. Πολλά μοναστήρια ήταν σε δυσμενή οικονομική κατάσταση (Πολατίδης, 2021).

Στοχεύοντας πρώτα στην κατάκτηση της Θεσσαλονίκης, ο Παπάς ζήτησε την αποστολή μοίρας στόλου από την Ύδρα στις 7 Μαΐου 1821, ώστε να μπουν συγχρόνως στην πόλη από στεριά και θάλασσα. Ωστόσο, λόγω έλλειψης οργάνωσης και απειρίας του Παπά, η επιχείρηση αποτυγχάνει, με αποτέλεσμα οι Τούρκοι να μπαίνουν και να λεηλατούν πολλά χωριά της Ανατολικής Χαλκιδικής. Σε αυτή τη φάση, οι μοναχοί του Αγίου Όρους εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους, επειδή ο Παπάς δεν κατόρθωσε να βρει τους απαραίτητους πόρους, ώστε να ενισχύσει τον αγώνα με ενισχύσεις, πολεμοφόδια και τρόφιμα, για να ενισχύσει τον αγώνα. Βλέποντας, λοιπόν, τις δυσκολίες, οι μοναχοί, πλην αυτών της Μονής Εσφιγμένου, μετέστρεψαν τη στάση τους και άρχισαν να τηρούν εχθρική στάση προς τον Εμμανουήλ Παπά. Αποφεύγουν να τον συναντήσουν, αρνούνται να του παράσχουν βοήθεια και να τον διευκολύνουν (Πολατίδης, 2021).

Από τις 9 Νοέμβριο του 1821 η Ιερά σύναξη του Αγίου Όρους είχε απελευθερώσει τον Τούρκο διοικητή του Αγίου Όρους Χασεκή Χαλήλ μπέη, που κρατούνταν στις Καρυές, φυλακισμένος από τους επαναστάτες. Ο Τούρκος διοικητής καλούσε τους μοναχούς να συλλάβουν τον Παπά. Από τις 11 Νοεμβρίου και επισήμως με επιστολής τους, οι μοναχοί όλων των μονών εκτός από την Εσφιγμένου άρχισαν να παίρνουν το μέρος των Τούρκων, βοηθώντας στον εντοπισμό των επαναστατών που ήταν κρυμμένοι στον Άθωνα. Ο ίδιος ο Εμμανουήλ Παππάς, κινδυνεύοντας να συλληφθεί, έφυγε από τη μονή Εσφιγμένου, όπου είχε καταφύγει, πλέοντας προς την Ύδρα, όπου τον βρήκε ο θάνατος από καρδιακή προσοβλή (Πολατίδης, 2021).

Ο νέος διοικητής Μεχμέτ Εμίν πασάς συνεχίζει την τρομοκρατία (τέλη Σεπτεμβρίου 1821-μέσα Αυγούστου 1823):

Από τα τέλη Σεπτεμβρίου ο Γιουσούφ αντικαθίσταται από τον Μεχμέτ Εμίν Πασά, τον επονομαζόμενο και Εμπού Λουμπούτ (ροπαλοφόρο), εξαιτίας της σκληρότητάς του. Ο Μεχμέτ Εμίν συμπεριφερόταν αρχικά στους Ευρωπαίους και στους Έλληνες της Θεσσαλονίκης με προσποιητή ευγένεια, εφησυχάζοντάς τους ψευδώς. Λίγο αργότερα, όμως, έδειξε το αληθινό του πρόσωπο. Όταν επέστρεψε θριαμβευτής στην πόλη μετά την κατάπνιξη της Επανάστασης της Χαλκιδικής, οχύρωσε το Μεγάλο Καραμπουρνού, για να διασφαλίσει τον κόλπο από τις επιδρομές και ενδεχόμενες προσπάθειες απόβασης του ελληνικού στόλου (Βακαλόπουλος, 1997).

Ίσως είναι ο μόνος που κατανόησε τη δύναμη των Ελλήνων εμπόρων και την οικονομική συμβολή τους στην ενίσχυση του αγώνα. Γι’ αυτό, θέτοντας ως σκοπό να τους αποδυναμώσει, καταληστεύει και επιβάλλει βαρείς φόρους στους Έλληνες εμπόρους. Επιβάλλει καταναγκαστικές εισφορές, ενώ προσποιείται ότι τους λυπάται που πρέπει αυτοί να πληρώσουν για τους ομοεθνείς τους (Βακαλόπουλος, 1997).

Ακολουθούν νέες εξεγέρσεις από επαναστατικές ομάδες του Βερμίου και του Ολύμπου, που καταφέρνει να τις καταστείλει και πάλι με μεγάλη βία. Ακολουθούν νέες καταληστεύσεις των Ελλήνων. Στο διάστημα αυτό, έχει φυλακίσει και τον πλούσιο έμπορο και υποπρόξενο της Δανίας Μανολάκη Κυριακού, με την κατηγορία ότι είχε δώσει στους μοναχούς του Αγίου Όρους 60.000 γρόσια (Βακαλόπουλος, 1997).

1822: Έπειτα, ακολουθεί η εκμετάλλευση των Εβραίων και ακόμη και των Τούρκων. Πλέον η κατακραυγή εναντίον του είναι γενική, όλοι τον θεωρούν τύραννο και θέλουν να αντικατασταθεί. Κάθε εμπορική συναλλαγή και βιοτεχνική δραστηριότητα μέσα στη Θεσσαλονίκη απονεκρώνεται. Εκμεταλλευόμενοι το κλίμα φόβου, μερικοί Ευρωπαίοι προσκολλημένοι σε προξενεία, συκοφαντούν και καταδίδουν στις τουρκικές αρχές πλούσιους Έλληνες εμπόρους. Δεν διστάζουν μάλιστα να κυκλοφορούν με τα λάφυρα των θυμάτων τους (Βακαλόπουλος, 1997).

Στην περίοδο αυτή ο Μεχμέτ Εμίν διέταξε να βγάλουν από το ναό της Αγίας Σοφίας χειρόγραφα, φυλαγμένα από την εποχή της μετατροπής του σε τζαμί και διέταξε να τα κάψουν στην αυλή, καθώς αναγνώριζε μόνο το Κοράνι ως αληθινό θρησκευτικό κείμενο. Ωστόσο, μερικοί Έλληνες κατόρθωσαν να σώσουν κάποια χειρόγραφα από τη φωτιά (Βακαλόπουλος, 1997).

Στην περίοδο αυτή της τρομοκρατίας πολλοί Έλληνες εξισλαμίστηκαν βίαια και ζούσαν ως σκλάβοι σε σημαντικές πόλεις και χωριά της Μακεδονίας. Μετά την λήξη της Επανάστασης, ζητούσαν να απελευθερωθούν και δήλωναν Έλληνες (Βακαλόπουλος, 1997).

18 Αυγούστου 1823: μαθεύεται σε όλη την πόλη ότι ο Μεχμέτ Εμίν εγκαταλείπει ξαφνικά την έδρα του, πηγαίνοντας στη νέα του θέση. Οι κάτοικοι της πόλης δεν μπορούσαν να πιστέψουν το χαρμόσυνο γεγονός.

Τον αντικατέστησε ο Ιμπραήμ Πασάς, ο οποίος είχε καλή φήμη. Πράγματι, κάθε καταπίεση έπαψε αμέσως και ο Ιμπραήμ θέλησε να αποκαταστήσει την κατάσταση απέναντι στους υπηκόους του και ιδιαίτερα στους Έλληνες (Βακαλόπουλος, 1997).

Τα χρόνια 1823-1824

1823: Οι επαναστάτες του Ολύμπου και του Βερμίου μετά την άγρια καταδίωξή τους μετακινούνται στις Βόρειες Σποράδες και συνεχίζουν από εκεί ως κουρσάροι των παραλίων του Θερμαϊκού και της Χαλκιδικής. Κάνουν τολμηρές αποβάσεις στην Κασσάνδρα και συγκρούονται με τις τούρκικες φρουρές ή εισχωρούν στη Θεσσαλονίκη μέσα από ευάλωτα σημεία των θαλάσσιων τειχών στην εβραϊκή συνοικία κοντά στο λιμάνι (Βακαλόπουλος, 1997).

Μαρτυρία του Στέφανου Καλαμίδα, Θεσσαλού αγωνιστή, που με αρχηγό τον πατέρα του και μαζί με άλλους Μακεδόνες συμμετείχε στις επιδρομές αυτές:
Εκεί εις την οπήν ήτο φυλάκιον Οθωμανών. Αφού εισήλθομεν εις τρύπας παλαιάς, επήγαμεν και εφονεύσαμεν τον φύλακα. Ούτως έγινε ταραχή και εφύγαμεν εκεί πλησίον. Έξω του φρουρίου ήτον το τελωνείον και σιντριβάνι με σωλήνας του νερού. Οι στρατιώται επήραν αυτάς δια δείγμα ότι επήγαν εκεί. Έπειτα αυτήν την νύκτα επήγαμεν εκεί πλησίον ονομαζόμενον Μπεχ-τσινάρι, έξω του φρουρίου. Είχεν ξενοδοχείον και ήτον τεσσαράκοντα πέντε Τούρκοι, τους οποίους εφονεύσαμεν. Έπειτα επεστρέψαμεν κατά το τελωνείον, απαντήσαμεν 7 ψαροκάικα Ιουδαίων, εκ των οποίων τους εκυνηγήσαμεν όλα τα καΐκια, επήραμεν εκ των Ιουδαίων επισήμων οκτώ […]  
Πηγή:Βακαλόπουλος, Απ. (1997) «Ιστορία της Θεσσαλονίκης, 316π.Χ.-1983», Εκδόσεις Κυριακίδη, σελ. 316

Οι κάτοικοι φοβήθηκαν μήπως, εξαιτίας αυτών των επιχειρήσεων, δεχτούν οι ίδιοι αντίποινα. Με τον φόβο αυτό, μετακινήθηκαν σε άλλες περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ή στην αγωνιζόμενη νότια Ελλάδα (Βακαλόπουλος, 1997).

Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης την περίοδο αυτή

Στην περίοδο αυτή, ο ελληνικός πληθυσμός της Θεσσαλονίκης μειώθηκε στους 3.000-4.000 κατοίκους. Παράλληλα, μειώθηκε και η εμπορική κίνηση, όπως ήταν αναμενόμενο. Την περίοδο αυτή, το εβραϊκό και το ελληνικό εμπόριο δέχονται μεγάλο πλήγμα. Τα αγγλικά, γαλλικά και αυστριακά καράβια κυριαρχούν στο εμπόριο στη θέση των ελληνικών (Βακαλόπουλος, 1997) .

1824: Διαρκείς αυξομειώσεις των εισαγωγών και εξαγωγών, εξαιτίας της αστάθειας που επικρατεί στο Αιγαίο. Ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης μειώθηκε γενικώς. Την χρονιά αυτή υπολογίζεται σε 40.000 κατοίκους και 100 Ευρωπαίους. Υπήρχαν:

Πολλά ευρωπαϊκά κράτη και η Αμερική είχαν προξένους, για να εκπροσωπούν τα συμφέροντά τους στην πόλη.

Ο νους των Ελλήνων είναι στραμμένος στη νότια Ελλάδα, όπου ο αγώνας για την απελευθέρωση συνεχίζεται και πλούσιοι έμποροι του εξωτερικού (Ιωάννης Αναστασίου, Ιωάννης Παπάφης) στέλνουν μεγάλα οικονομικά ποσά για να τον στηρίξουν. Πολλοί Έλληνες της Μακεδονίας κατεβαίνουν στη νότια Ελλάδα, για να στηρίξουν την επανάσταση (Βακαλόπουλος, 1997).

Πυρκαγιές και επιδημίες στη Θεσσαλονίκη κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας

Πέρα από τις τουρκικές ωμότητες, η Θεσσαλονίκη, όπως και άλλες πόλεις της Ανατολής υπέφεραν κι από άλλες ευρύτερες καταστροφές: πυρκαγιές και επιδημίες (Βακαλόπουλος, 1997).

Πυρκαγιές: καθώς ο πληθυσμός αυξάνεται, πληθαίνουν και τα σπίτια, η δόμηση πυκνώνει και οι ελεύθεροι χώροι μειώνονται. Τα οικήματα κτίζονται άναρχα και αποτελούν κυρίως πρόχειρες και ξύλινες κατασκευές, με την τεχνική του τσατμά[1]. Οι δρόμοι, που άλλοτε ήταν μεγάλοι και ανοιχτοί, τώρα στενεύουν και κάποιες φορές γίνονται αδιέξοδα ή μοιάζουν με τούνελ (Βακαλόπουλος, 1997).

Οπότε, η παραμικρή πυρκαγιά, εξαιτίας των ξύλινων σπιτιών, εξαπλώνεται γρήγορα, ιδιαίτερα όταν φυσάει Βαρδάρης. Έτσι, έχουμε τις πυρκαγιές:

  • του 1510,
  • του 1545: κάηκαν 5.000 εβραϊκά σπίτια, 18 συναγωγές και πολλές βιβλιοθήκες και σχολεία,
  • του 1620, που κατέστρεψε σχεδόν όλη την πόλη
  • του 1734
  • του 1756: κάηκε το 1/3 της πόλης, 1.200 σπίτια (4 γαλλικά), 2.000 μαγαζιά διαφόρων βιοτεχνών
  • του 1763
  • του 1778: έκαψε 400-500 εβραϊκά σπίτια
  • του 1826
  • του 1840
  • του 1849
  • του 1875
  • του 1877
  • του 1890: κάηκε η Μητρόπολη με το πολύτιμο αρχείο της, καθώς και ιστορικές συναγωγές της πόλης, η Ταλμούδ Τορά καίγεται και ανοικοδομείται για τελευταία φορά το 1898.
  • του 1910
  • του 1917: κατέστρεψε το μεγαλύτερο μέρος της πόλης

Την περίοδο αυτή τα πυροσβεστικά μέσα ήταν πρωτόγονα. Χαρακτηριστικοί ήταν οι Εβραίοι «τουλουμπατζήδες» (πυροσβέστες), οι οποίοι έσπευδαν με τις πρωτόγονες αντλίες τους να σβήσουν τη φωτιά, όταν ακουγόταν η τούρκικη φράση «γιαγκίν βαρ» (πυρκαγιά) (Βακαλόπουλος, 1997, Χεκόμογλου, 2001) .

Επιδημίες: τα περισσότερα σπίτια ήταν ανήλια, σκοτεινά, δεν αερίζονταν καλά, ανθυγιεινά και βρώμικα. Μέσα στα σανίδια φώλιαζαν ποντίκια, φίδια και άλλα ζωύφια. Επειδή δεν υπήρχε καλό αποχετευτικό σύστημα, οι κάτοικοι τις περισσότερες φορές πετούσαν τα βρώμικα νερά και τις ακαθαρσίες έξω στον δρόμο ή στις αυλές τους. Τα τείχη που κύκλωναν την πόλη (γκρεμίστηκαν το 1860 από τον Σαμπρή πασά) δεν επέτρεπαν την κυκλοφορία του καθαρού αέρα, με αποτέλεσμα να κατακάθεται η υγρασία και η βρωμιά (Βακαλόπουλος, 1997, Χεκίμογλου, 2001).

Τα έλη της δυτικής Θεσσαλονίκης έξω από την Χρυσή Πύλη ή Πύλη του Αξιού ή του Βαρδαρίου (στην περιοχή που κατόπιν ονομάστηκε Μπάρα), ενώ δεν ήταν δύσκολο να αποξηρανθούν, δεν υπήρχε η ανάλογη κοινωνική πρόνοια. Έτσι, προκαλούσαν πυρετούς, εξασθένιζαν τον οργανισμό και αποτελούσαν το έδαφος για την εξάπλωση όλων των ασθενειών, κυρίως της φυματίωσης (Βακαλόπουλος, 1997, Χεκίμογλου, 2001).

Οι δρόμοι ήταν ακάθαρτοι, καθώς τα σκουπίδια συσσωρεύονταν σε διάφορα σημεία. Ψόφια ζώα πετιούνταν στους δρόμους και έμεναν άταφα για ολόκληρες μέρες, μολύνοντας τον αέρα.

Μαρτυρία ενός Γερμανού εμπόρου προς την εφημερίδα «Magdeburgische Zeitung», με ημερομηνία 1 Απριλίου 1761. Περιγράφει τον σεισμό του 1759, σε συνδυασμό με επιδημία πανούκλας:
Η επιδημία (πανούκλας) προκάλεσε εδώ πολλές ζημιές και πολλά ήταν τα θύματα, αλλά τώρα πέρασε. Η επιδημία αυτή, κοντά στον φοβερό σεισμό που έγινε στη χώρα αυτή πριν από έναν χρόνο, μετέβαλε, κατά το πλείστον, όλη την επαρχία σε μια έρημο. Έχουμε ακόμη κάθε μέρα μερικές δονήσεις. Το μεγαλύτερο μέρος αυτής της λαμπρής πόλης είναι σωρός ερειπίων. Τα μεγαλοπρεπή μέγαρα και τα εξαίσια σπίτια, τα οποία κατέρρευσαν, μαζί με μεγάλο αριθμό ανθρώπων που θάφτηκαν κάτω απ’ αυτά και η δυσωδία από τα πτώματα που σαπίζουν, από τα οποία προήλθε και η επιδημία, προκαλούν τη φρίκη και την αποστροφή προς την άλλοτε τόσο ευχάριστη περιοχή. Μολαταύτα εμφανίζονται τώρα οι κάτοικοι που είχαν φύγει και αρχίζουν να καθαρίζουν τα ερείπια ή μάλλον αρχίζουν να αναζητούν τα πολύτιμά τους αντικείμενα και άλλα πράγματα, τα οποία θάφτηκαν με τον σεισμό. Ο πασάς και οι επίσημοι κάτοικοι κάνουν ό,τι μπορούν για ν’ αποκαταστήσουν την τάξη. Χθες τρομάξαμε πολύ με μια μεγάλη φλόγα που ξεπετάχτηκε από το νοτιοανατολικό τμήμα της πόλης μέσα από τη γη. Η φλόγα τράβηξε προς τα δυτικά, όπου κρύφτηκε σ’ ένα σκοτεινό σύννεφο και εξερράγη μ’ ένα δυνατό κρότο σαν μια βόμβα. Κατόπιν ακολούθησαν φοβερές αστραπές και κεραυνοί και μία τόσο δυνατή βροχή, ώστε νομίσαμε ότι θα γίνει ένας νέος κατακλυσμός […]   Πηγή:Βακαλόπουλος, Απ. (1997) «Ιστορία της Θεσσαλονίκης, 316π.Χ.-1983», Εκδόσεις Κυριακίδη, σελ. 316

Οπότε οι επιδημίες ήταν συχνές: ψώρα, λέπρα, πανούκλα και χολέρα έπλητταν συχνά τους κατοίκους. Κάποιες φορές μεταφέρονταν με τα καράβια που έφταναν. Τα χρόνια που καταγράφηκαν επιδημίες ήταν: 1497, 1516, 1530, 1545, 1550, 1553, 1572, 1581, 1588, 1609, 1620,1621, 1622, 1648, 1679, 1689, 1712-1714 (μόνο το καλοκαίρι του 1713 πέθαναν 8.000 άτομα στην πόλη), 1717, 1719-1721, 1730, 1741, 1757-1761, 1784, 1832, 1838, 1857, 1893, 1911.

Ο πληθυσμός σε αυτή την περίοδο μειωνόταν αισθητά. Τα περισσότερα θύματα ήταν Εβραίοι, επειδή ζούσαν σε πιο πυκνοκατοικημένες συνοικίες (Βακαλόπουλος, 1997, Χεκίμογλου, 2001).

Η πιο αξιοσημείωτη είναι η πανώλη του 1757-1761 που έπληξε όχι μόνο την πόλη, αλλά και τα γειτονικά χωριά. Οι κάτοικοι δεν γνώριζαν πώς να προστατευτούν. Για παράδειγμα, όταν πέθαινε κάποιος από λοιμώδεις νόσους, οι δικοί του πουλούσαν τα ρούχα του ή τα φορούσαν οι ίδιοι. Δεν υπήρχαν μόνιμες υγειονομικές υπηρεσίες ούτε οι τοπικές αρχές λάμβαναν κάποια μέτρα για προφύλαξη. Οι πλούσιοι το μόνο που έκαναν ήταν να κλειστούν στα σπίτια τους, ώστε να αποφύγουν οποιαδήποτε επαφή ή απομακρύνονταν από την εστία της μόλυνσης. Οι φτωχοί, όμως, έμεναν και υφίσταντο τις συνέπειες.

Από τα μέσα του 19ου αι. άρχισε να εφαρμόζεται η καραντίνα των πλοίων. Ως τότε, τα πλοία έμπαιναν ελεύθερα στα λιμάνια, μεταφέροντας αστραπιαία λοιμούς σε όλη την πυκνοκατοικημένη πόλη, προκαλώντας πολλούς θανάτους.

Κατακλυσμιαίες βροχές: ένα ακόμη δεινό που έπληττε συχνά την πόλη ήταν οι πλημμύρες από τις έντονες βροχοπτώσεις, ιδιαίτερα στα υπόγεια σπίτια.

Σεισμοί: ήδη από την αρχαιότητα (52 μ.Χ.) μεγάλοι σεισμοί (620, 677, 680, 1430, 1759, 1829, 1858, 1866, 1871, 1876, 1902) προξενούσαν σε κάποιες περιπτώσεις μεγάλες καταστροφές. Έντονα καταστροφικοί ήταν οι σεισμοί του 1904, του 1932 και από τους σύγχρονους αυτός του 1978. Ο τρόμος που προξενούσαν ανάγκαζαν συχνά τους κατοίκους να φεύγουν από την πόλη και να μετακινούνται στην ύπαιθρο (Βακαλόπουλος, 1997, Χεκίμογλου, 2001).

Ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’

Η Θεσσαλονίκη προσπαθεί να ανακάμψει

1830-1840: Μετά την λήξη του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1828-1829) και της Ελληνικής Επανάστασης αποκαθίσταται η ηρεμία στην Ευρωπαϊκή Τουρκία και στη Θεσσαλονίκη. Ο σουλτάνος Μαχμούτ Β’ προχωρεί έτσι απερίσπαστος στην γενίκευση του θεσμού του τουρκικού στρατού και σε κάποια οργάνωση του κράτους (Βακαλόπουλος, 1997).

Από τα τέλη του 18ου αι. και μετά εμφανίζονται μεταρρυθμιστές σουλτάνοι, που επιχειρούν να εκσυγχρονίσουν την αυτοκρατορία και να την κάνουν πιο ευρωπαϊκή: Σελίμ Γ’ (1789-1807) και Μαχμούτ Β’ (1808-1839).  Μάλιστα, ο Μαχμούτ Β’ το 1826 αντικαθιστά σταδιακά το σώμα των γενιτσάρων με τον θεσμό του τακτικού στρατού (Βακαλόπουλος, 1997).

Ο διοικητής της Θεσσαλονίκης Βετζχή πασάς  κινείται στο ίδιο πνεύμα των μεταρρυθμίσεων και χτίζει στα ανατολικά της πόλης στρατώνες για 8.000 άνδρες, εκεί που σήμερα είναι η ΔΕΘ και το πάρκο της ΕΡΤ3 (Βακαλόπουλος, 1997).

5 Αυγούστου 1830: φτάνει ο νέος πρόξενος της Ρωσίας Α. Μουστοξύδης στη Θεσσαλονίκη. Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο είχε υπογραφεί η συνθήκη της Αδριανούπολης, που ανάγκαζε την Τουρκία να αναγνωρίσει την ελευθερία των νότιων ελληνικών χωρών με σύνορα Βόλου-Άρτας (Βακαλόπουλος, 1997).

1830: η Ελλάδα με διεθνή πράξη αναγνωρίζεται ως ανεξάρτητο κράτος και αναθέτει την εκπροσώπηση των ελληνικών συμφερόντων στη Θεσσαλονίκη στο πρόξενο της Ρωσίας (Βακαλόπουλος, 1997).

21 Ιανουαρίου 1835: διορίστηκε ο πρώτος πρόξενος των ΗΠΑ W.B. Kiewellyn, με σκοπό την ανάπτυξη εμπορικών σχέσεων των δύο χωρών και αποστολή πρώτων υλών για την αμερικάνικη βιομηχανία των ΗΠΑ.

2 Φεβρουαρίου 1835: η ελληνική πρεσβεία διορίζει δικό της πρόξενο στην πόλη, τον Θεόδωρο Βαλλιάνο. Του δίνεται προσωρινή άδεια να παραμείνει ως πρόξενος και να διεξάγει τις υποθέσεις των υπηκόων του δικού του κράτους. Η παρουσία του διασφαλίζει την ειρήνη μεταξύ των δύο κρατών.

Ο Βετζχή πασάς, παρόλο που φέρεται πιο πολιτισμένα, δεν αναπτύσσει την αναγκαία οικονομική δραστηριότητα στην πόλη και τον μεταθέτουν στο Βελιγράδι. Οι κάτοικοι της πόλης και γενικά της Μακεδονίας ελπίζουν ο νέος διοικητής να βελτιώσει το διοικητικό σύστημα και να εμποδίσει τα μονοπώλια που ως τώρα επιβάρυναν την αγροτική οικονομία (Βακαλόπουλος, 1997).

1827-1834: η κίνηση του λιμανιού της Θεσσαλονίκης είναι τόσο υποτονική, που χαρακτηρίζεται από έναν Γάλλο πρόξενο ως σκιά της παλιάς ευημερούσας πόλης. Αίτια της ύφεσης ήταν:

Λόγω της παρουσίας του Βαλλιάνου, ενθαρρύνθηκε η ανάπτυξη του πνεύματος και της οικονομίας στην ελληνική κοινότητα. Στη δεκαετία 1830-1840 οι Έλληνες έμποροι και ναυτικοί υπερέχουν στο λιμάνι της πόλης. Επιπλέον, οι Έλληνες έμποροι αγοράζουν προϊόντα από τους Μακεδόνες παραγωγούς και τα πουλούν σε υψηλότερες τιμές στους Ευρωπαίους εμπόρους.  Κύρια εξαγώγιμα προϊόντα ήταν τα δημητριακά (κυρίως στην Αγγλία), το μετάξι (κυρίως στη Γαλλία) και τα μαλλιά (στην Αγγλία). Αντίστροφα, έπαιρναν από ευρωπαϊκές πόλεις σε καλή τιμή προϊόντα και τα εμπορεύονταν σε επαρχιακές πόλεις (Βακαλόπουλος, 1997).

Διοικητικές μεταρρυθμίσεις (Tanzimat) και οικονομική, πολιτισμική και πνευματική ανάπτυξη

Υπογραφή της Άγγλο-τουρκικής εμπορικής σύμβασης BaltaLiman (1838): οι Ευρωπαίοι εισδύουν στην Ανατολή και ιδιαίτερα στη Μακεδονία.

Διοικητικές μεταρρυθμίσεις των Οθωμανών:

  • Καταργούνται πολλά πασαλίκια και δημιουργούνται πέντε μεγάλες διοικητικές μονάδες (Ferik)
  • Αντικαθίσταται ο διοικητής της Θεσσαλονίκης
  • Προστασία εθνικών μειονοτήτων.

Η αίσθηση ελευθερίας ενισχύει τη γεωργία και δημιουργεί τα κίνητρα στους εμπόρους της Θεσσαλονίκης να επιδιώξουν την ανάπτυξη εργασιών, ώστε να έχουν κέρδη, παρά τους υψηλούς φόρους (Βακαλόπουλος, 1997).

Μεταρρυθμίσεις των μέσων του 19ου αι.:

Εφαρμόζεται το γαλλικό διοικητικό σύστημα:

Οι Τούρκοι υπουργοί φροντίζουν να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις τους από τους βαλήδες, που δεν μπορούν πια να φέρονται ηγεμονικά και τυραννικά (Βακαλόπουλος, 1997).

Συνέπειες των μεταρρυθμίσεων:

Οι εθνότητες της πόλης στα μέσα περίπου του 19ου αι. (Βακαλόπουλος, 1997, Χεκίμογλου, 2001):

Τούρκοι:Κατοικούν σε ευρύχωρα σπίτια στην Άνω Πόλη
Θρησκευτικοί τους αρχηγοί: μουλάς, μουφτής
Μεγαλοκτηματίες, διοικητικοί υπάλληλοι, τεχνίτες, χωροφύλακες κλπ.
Εβραίοι:Το πολυπληθέστερο στοιχείο: 30/36.000 κάτοικοι και το 1882 50.000.
Έκαναν χονδρικό και λιανικό εμπόριο και κυριαρχούσαν στο χρηματιστήριο. Οι περισσότεροι χαμάληδες.
Οι συνοικίες τους έπιαναν το μεγαλύτερο μέρος της παραλίας και βρίσκονταν γύρω από την αγορά, πυκνοκατοικημένες, με στενούς και ακάθαρτους δρόμους.
Ιδρύουν λαμπρά σχολεία και με την ενίσχυση της Alliance Israelite του Παρισιού.
Αναπτύσσονται πνευματικά και οικονομικά, ιδρύοντας μεγάλους εμπορικούς οίκους (όπως του Modiano).
Ντονμέδες:Ήταν περίπου 2.500-5.000.
Ανήκαν στην τουρκική κοινότητα.
Διακρίνονταν στα γράμματα και κατείχαν διάφορες διοικητικές θέσεις.
Παρουσιάζονταν ως αντίπαλοι των Ελλήνων, επειδή διέθεταν προνόμια, εξαιτίας της θρησκείας τους (μουσουλμάνοι).
Έλληνες:Περίπου 18.000
Κατοικούν στις περιοχές του Αγίου Νικολάου του Τρανού και του Αγίου Υπατίου (Παναγίας Δεξιάς), εν μέσω κυρίως εβραϊκών πληθυσμών στις περιοχές κοντά στο λιμάνι.
Εκτός από τους λίγους εμπόρους, βιομηχάνους, γιατρούς, νομικούς και δασκάλους, οι περισσότεροι κάνουν συντεχνίες ή κάποιοι είναι μεμονωμένοι τεχνίτες.
Σπουδαιότεροι εμπορικοί οίκοι Ελλήνων: Ματθαίου, Χαρίση, Ρογκότη, Μπλάτση, Παυλίδη και οι Αγγλοέλληνες αδερλφοί Abbot.
Ιδρύουν πολλά σχολεία.
Ιδρύονται τρία σωματεία: Φιλεκπαιδευτικός Σύλλογος της πόλης (1872), Φιλόπτωχος Αδελφότης Ανδρών (1871) και Φιλόπτωχος Αδελφότης Κυριών (1873).
Νέοι σπουδάζουν στην Ευρώπη και επιστρέφουν στην πόλης τους, συμβάλλοντας στην πνευματική ανάπτυξη.
Ιδρύονται ελληνικά τυπογραφεία από το 1850 και εξής.
Βούλγαροι:Περίπου 150 οικογένειες, που είχαν εγκατασταθεί κυρίως τα τελευταία χρόνια και μετά το σχίσμα του 1870 προσχωρούν στη Βουλγαρική εξαρχία.
Μετά το 1870 κατεβαίνουν περισσότεροι Βούλγαροι στη Μακεδονία και τη Θεσσαλονίκη.
Με την ίδρυση του Βουλγαρικού κράτους το 1878 και την κατάληψη της Ανατολικής Ρωμυλίας (1885) πλησιάζουν προς το Αιγαίο και αρχίζουν συστηματική προπαγάνδα με την ίδρυση σχολείων.
Επιχειρούν να ανταγωνιστούν τους Έλληνες.
Καθολικοί:Έλληνες και Ευρωπαίοι, στα τέλη του 19ου αι. φτάνουν τους 1.500.
Κατοικούν κυρίως στον Φραγκομαχαλά.
Ιδρύουν σχολεία και νοσοκομεία.

Μέσα 19ου αι. και μετά:

Χτίζονται τα πρώτα νοσοκομεία:

  • 1850: χτίζεται  στα ευρωπαϊκά πρότυπα το Gureba Hastahânesi (Νοσοκομείο των Ξένων), που στο τέλος του 19ου αι. μετονομάστηκε σε Hamidiye, μετά σε Belediye και μετά την απελευθέρωση ονομάστηκε «Δημοτικό» και τέλος «Άγιος Δημήτριος».
  • Τέλη 19ου αι.: Στρατιωτικό Νοσοκομείο

Διανοίγονται δρόμοι:

  • 1875: διευρύνεται η σημερινή Αγίου Δημητρίου
  • Λίγο αργότερα: διανοίγεται η σημερινή Εγνατία και η Βασιλέως Κωνσταντίνου και στρώνονται οι δρόμοι της αγοράς με γρανιτένιες πλάκες (Βακαλόπουλος, 1997, Χεκίμογλου, 2001).

Κριμαϊκός πόλεμος (1853-1856) και αμερικάνικος εμφύλιος πόλεμος (1861-1865): ευνοούν την ανάπτυξη του εμπορίου στη Θεσσαλονίκη. Οι Έλληνες έμποροι που κυριαρχούσαν πριν παραγκωνίζονται από τους Εβραίους, καθώς εξαιτίας της ληστείας περιορίζουν τις δραστηριότητές τους (Βακαλόπουλος, 1997, Χεκίμογλου, 2001).

Ανθίζει αυτό το διάστημα η αρχαιοκαπηλία, ιδιαίτερα από τους «Φράγκους», δηλαδή Ευρωπαίους κάθε εθνικότητας. Μεταξύ των μνημείων είναι οι «Las Incantandas» (στα τούρκικα Σουρέτι Μελέκ=αγγέλων σχήματα), δηλαδή οι «Μαγεμένες», που αρπάζει ο Γάλλος αρχαιολόγος Em. Miller (Βακαλόπουλος, 1997, Χεκόμογλου, 2001).

Ήδη από το 1860 ξεκινά το γκρέμισμα των τειχών (ολοκληρώνεται δέκα χρόνια μετά), που πλέον κρίνονται άχρηστα, αφού πια δεν κινδυνεύει η πόλη από επιδρομές δια θαλάσσης. Κατασκευάζεται στα επόμενα χρόνια προκυμαία, ώστε να ξεφορτώνουν ευκολότερα τα πλοία. Για να επεκταθεί το παραλιακό τείχος και να δημιουργηθούν επιχώσεις στη θάλασσα, ρίχτηκαν μαρμάρινα κομμάτια από την Ευαγγελίστρια και αρχαιότητες. Κάποιες από τις παλιές πύλες στα ανατολικά και στα δυτικά της πόλης γκρεμίζονται επίσης (Βακαλόπουλος, 1997, Επαμεινώνδας, 2017, Χεκόμογλου, 2001).

Στην πόλη πλέον φυσάει άνεμος και καθαρίζει η ατμόσφαιρα. Οι κάτοικοι είναι πιο ενημερωμένοι για τις συνθήκες υγιεινής και σταδιακά βελτιώνεται η ποιότητα ζωής. Επειδή δεν στέκονται εμπόδιο τα τείχη πλέον, οι συνοικίες επεκτείνονται κυρίως στα δυτικά. Ο Λευκός Πύργος βάφεται άσπρος και παύει να είναι τόπος βασανιστηρίων, αλλά παραμένει φυλακή. Το 1908 γκρεμίζεται και το τείχος που τον περιέβαλλε. Η πόλη εξυγιαίνεται και εξωραΐζεται με γοργούς ρυθμούς. Εξακολουθεί να έχει Τούρκο δήμαρχο (Βακαλόπουλος, 1997, Χεκίμογλου, 2001).

Δρόμοι και σιδηροδρομικές συγκοινωνίες: στο διάστημα αυτό χαράσσονται νέοι δρόμοι και διανοίγονται παλιοί. Χρησιμοποιούνται ιπποκίνητα λεωφορεία, τα «Όμνιμπους» και ιπποκίνητα τραμ, που κάνουν την εμφάνισή τους το 1894. Την εκμετάλλευσή τους αναλαμβάνει Βελγική εταιρεία, που στα 1908 τα μετατρέπει σε ηλεκτροκίνητα. Το 1893 η ατμομηχανή συνδέει τη Θεσσαλονίκη με τη δυτική Μακεδονία και δύο χρόνια αργότερα με την Ανατολική. Πέντε ατμοπλοϊκές εταιρείες συνδέουν την πόλη με παράλιες ευρωπαϊκές πόλεις. Οι εξαγωγές και εισαγωγές αυξάνονται ραγδαία και το εμπόριο διευρύνεται, επιφέροντας την ευημερία πολλών κατοίκων της πόλης (Βακαλόπουλος, 1997, Επαμεινώνδας, 2017, Χεκόμογλου, 2001).

Ο πληθυσμός αυξάνεται έντονα:

Η σφαγή των προξένων Γαλλίας και Γερμανίας (Μάιος 1876) στη Θεσσαλονίκη

Το γενικότερο κλίμα πριν το γεγονός:

Μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο (1835-1856): το λιμάνι της Θεσσαλονίκης αποκτά μεγάλη σημασία και οι Εβραίοι έμποροι αναπτύσσονται και πάλι και παίρνουν στα χέρια τους το εμπόριο. Επιπλέον, εμφανίζονται δυναμικά οι ευρωπαϊκές και βαλκανικές δυνάμεις όχι μόνο στην πόλη, αλλά και στη Μακεδονία (Βακαλόπουλος, 1997, Παπαγιαννόπουλος, 2009).

Μετά τις αποτυχημένες επαναστάσεις τους το 1821-1822 και 1854, οι Έλληνες εξακολουθούν να επιδιώκουν την απελευθέρωσή τους. Έτσι, κάνουν Ελληνο-σερβικές διαπραγματεύσεις και συζητήσεις στην Κωνσταντινούπολη το 1861. Εκεί έβαλαν τις βάσεις για κοινή αντιμετώπιση των συμφερόντων των δύο κρατών σε έναν ενδεχόμενο πόλεμο με την Τουρκία. Συμφώνησαν επίσης οι Σέρβοι να μην αντιταχθούν, αν η Ελλάδα προσαρτούσε την Θεσσαλία, την Ήπειρο, τη Μακεδονία, τη Θράκη και τα νησιά του Αιγαίου, ενώ η Ελλάδα συμφώνησε να μην εναντιωθεί στην προσάρτηση της Βοσνίας, της Ερζεγοβίνης και της Βόρειας Αλβανίας στην Σερβία. Μάλιστα, συμφώνησαν να μην γνωρίζει τίποτε για τη συμφωνία η Ρωσία (Βακαλόπουλος, 1997, Παπαγιαννόπουλος, 2009).

Συγχρόνως, οι Βούλγαροι ζητούσαν να αποσπαστούν από το οικουμενικό πατριαρχείο και να ανασυστήσουν την αυτοκέφαλη αρχιεπισκοπή Αχρίδας ή το Πατριαρχείο Τιρνόβου. Τελικά, ιδρύεται το 1870 η ανεξάρτητη Βουλγαρική Εκκλησία και κατόπιν ανακηρύσσεται ως σχισματική από το οικουμενικό πατριαρχείο. Μετά από πέντε χρόνια, ιδρύθηκε και το Βουλγαρικό κράτος με την υποστήριξη της Ρωσίας (Βακαλόπουλος, 1997).

1866-1869: Κρητική Επανάσταση: η Ρωσία αναπτύσσει μεγάλη δραστηριότητα στη Βαλκανική, υποστηρίζει την Ελλάδα στο κρητικό ζήτημα. Εντείνει συγχρόνως στα Βαλκάνια την πανσλαβική προπαγάνδα, στέλνοντας παντού πράκτορες του πανσλαβισμού, ανοίγοντας σχολεία, μοιράζοντας χρήματα, υποτροφίες και βιβλία (Βακαλόπουλος, 1997).

1875: ο Σοφοκλής Γκαρμπολάς (γόνος μακεδονικής οικογένειας λογίων και εκδοτών από την Κρανιά Ολύμπου) εκδίδει την πρώτη ελληνική εφημερίδα, τον «Ερμή». Αργότερα αλλάζει ονόματα: «Φάρος της Μακεδονίας» (1881-1897), «Φάρος της Θεσσαλονίκης» (1898 με διακοπές) (Βακαλόπουλος, 1997) .

Ιούλιος 1875: οι κάτοικοι της Ερζεγοβίνης επαναστατούν κατά των Τούρκων και τον Αύγουστο η επανάσταση εξαπλώνεται στη Βοσνία. Σέρβοι και Μαυροβούνιοι σπεύδουν να τους βοηθήσουν. Οι Τούρκοι, νιώθουν ανησυχία με την κατάσταση και οι χριστιανοί κάτοικοι της Θεσσαλονίκης (και κυρίως οι Έλληνες) κινδυνεύουν (Βακαλόπουλος, 1997).

Τον Δεκέμβριο του 1875 και τον Ιανουάριο του 1876: κυκλοφορούν φήμες ότι οι μουσουλμάνοι ετοιμάζονται να ξεσηκωθούν και να σφάξουν τους χριστιανούς (Βακαλόπουλος, 1997).

21 Απριλίου 1876: η σφαγή των προξένων

  • Τουρκάλες του χωριού Μπογδάντσα άρπαξαν με τη βία τη σλαβόφωνη Στεφάνα, για να την προσηλυτίσουν στον μουσουλμανισμό. Μάλλον όμως το έκανε με τη θέλησή της, καθώς είχε ερωτευτεί έναν Τούρκο του χωριού (Βακαλόπουλος, 1997, Παπαγιαννόπουλος, 2009).
  • Λίγες μέρες αργότερα κατέβηκε με το τραίνο στη Θεσσαλονίκη, για να ασπαστεί επίσημα τον μουσουλμανισμό, αλλά εκεί ήταν η μητέρα της και προσπάθησε να την εμποδίσει, καλώντας τους σιδηροδρομικούς υπαλλήλους. Έγινε τότε μα μικροσυμπλοκή, αλλά οι Τούρκοι χωροφύλακες την πήραν από τους χριστιανούς (Βακαλόπουλος, 1997, Παπαγιαννόπουλος, 2009).
  • Ενώ η συνοδεία κατευθυνόταν προς το κονάκι (διοικητήριο), οι χριστιανοί όρμησαν εναντίον τους και ξαναπήραν τη νέα, οδηγώντας την στο σπίτι του Έλληνα προξένου των Ηνωμένων Πολιτειών Περικλή Χατζηλαζάρου (Βακαλόπουλος, 1997, Παπαγιαννόπουλος, 2009).
  • Νύχτα 5ης-6ης Μαΐου: με διαταγή του μουφτή Ιμπραήμ μπέη, μουσουλμάνοι της Θεσσαλονίκης μαζεύτηκαν και αποφάσισαν να πάρουν πίσω την κοπέλα με τη βία (Παπαγιαννόπουλος, 2009).
  • 6 Μαΐου το πρωί: 100 περίπου άτομα συγκεντρώθηκαν στην αυλή του διοικητηρίου, για να πάρουν πίσω τη νέα. Ενώ οι τουρκικές αρχές τους πρόσταξαν να διαλυθούν, αυτοί δεν υπάκουσαν, αλλά κατευθύνθηκαν στο διπλανό τζαμί Σελίμ πασά (Σαατλί τζαμί), κοντά στο σημερινό διοικητήριο. Στην αυλή του τζαμιού άρχισαν να συρρέουν κι άλλοι μουσουλμάνοι, με σκοπό να πάνε στο Αμερικάνικο προξενείο και να πάρουν τη νέα (Βακαλόπουλος, 1997, Παπαγιαννόπουλος, 2009).
  • Ακούγοντας τα νέα, οι πρόξενοι της Γαλλίας, Γερμανίας, Αυστρίας και Αγγλίας ανησύχησαν και ενδιαφέρθηκαν να αποκατασταθεί η τάξη. Ο πρόξενος της Γερμανίας Ερρίκος Άμποτ έστειλε ένα σημείωμα στον αδελφό του προξένου των Ηνωμένων Πολιτειών Νικόλαο Χατηλαζάρου, προτρέποντάς τον να παραδώσει τη νέα με κάποια εγγύηση, για να αποφύγουν δυσάρεστες καταστάσεις. Το μήνυμα άργησε να παραδοθεί και πήγε ο ίδιος ο Άμποτ στη μητέρα του Χατζηλαζάρου. Εν τέλει, πηγαίνουν ο πρόξενος της Γαλλίας Jules Moulin και ο Ερρίκος Άμποτ στο διοικητήριο. Ωστόσο, πλήθος Τούρκων τους παρασύρει στο παρακείμενο Σαατλί τζαμί (Βακαλόπουλος, 1997, Παπαγιαννόπουλος, 2009).
  • Οι άλλοι πρόξενοι προσπάθησαν να τους σώσουν. Ο αδερφός του Γερμανού προξένου βρίσκει την κρυψώνα της νέας και την οδηγεί στον αγγλικό πρόξενο, για να την πάει στο τζαμί, ώστε να απελευθερωθούν οι πρόξενοι. Ωστόσο, είναι αργά, καθώς στο μεταξύ οι Τούρκοι στο προαύλιο του τζαμιού είχαν λιντσάρει τους δύο προξένους (Βακαλόπουλος, 1997, Παπαγιαννόπουλος, 2009).
  • Μετά τον φόνο, ο όχλος ξεχύθηκε στον δρόμο έξαλλος, κατευθυνόμενος εναντίον του αμερικάνικου προξενείου, για να πάρουν πίσω τη νέα. Ωστόσο, οι δύο πρόξενοι πρόλαβαν και παρέδωσαν στο τζαμί τη νέα και γλίτωσαν οι Χατζηλαζάρου κι άλλοι χριστιανοί. Αν δεν τους αναχαίτιζε ο Μπεγγάζιος Χατζή Μπακόλας, που τους μίλησε για τις αρνητικές συνέπειες που θα είχε για τους Τούρκους η σφαγή των χριστιανών, τα θύματα θα ήταν πολύ περισσότερα. Ούτως ή άλλως, κυριαρχούσε κλίμα τρόμου το επόμενο διάστημα (Βακαλόπουλος, 1997, Παπαγιαννόπουλος, 2009).
Οι δολοφονημένοι πρόξενοι Henry Abbott και Jules Moulin
(Πηγή εικόνας: Wikipedia, Κοινό Κτήμα)

Η τιμωρία των ενόχων:

Τη νύχτα της 6ης Μαΐου μαθεύτηκαν τα νέα στην Κωνσταντινούπολη. Την επόμενη μέρα, οι εκπρόσωποι των μεγάλων δυνάμεων, με παρουσία του ίδιου του υπουργού εξωτερικών της Τουρκίας Ρασίδ πασά, συνήλθαν στη ρωσική πρεσβεία. Η επίσημη θέση της Τουρκίας ήταν να καταδικάσει το γεγονός. Πήρε την απόφαση να τιμωρήσει παραδειγματικά τους ενόχους. Μάλιστα, οι ενδιαφερόμενες κυβερνήσεις στέλνουν πολεμικά στη Θεσσαλονίκη, για να προστατέψουν τους υπηκόους τους (Βακαλόπουλος, 1997, Παπαγιαννόπουλος, 2009).

Μετά τις 12-13 Μαΐου η ηρεμία στην πόλη αποκαθίσταται, τα ευρωπαϊκά πολεμικά εξακολουθούν να καταφθάνουν στο λιμάνι της πόλης. Οι τουρκικές αρχές συλλαμβάνουν 36 άτομα και άλλα 16 μετά από δύο ημέρες.

Στις 16 Μαΐου οι 6 καταδικάζονται σε θάνατο και οδηγούνται στην κρεμάλα, στην κάτω πλευρά της πλατείας Ελευθερίας.

Στις 19 Μαΐου έγινε η κηδεία των προξένων με μεγάλη πομπή και τάξη.

Την επομένη, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις σε συνεργασία με τις τουρκικές ξεκινούν ανακρίσεις σε υψηλά ιστάμενους μουσουλμάνους για το ζήτημα. Τελικά, όμως οι ένοχοι αξιωματούχοι καταδικάστηκαν με ελαφριές ποινές. Μετά τις διαμαρτυρίες της κοινής γνώμης, αναγκάστηκαν να τους στείλουν στην Κωνσταντινούπολη, για να δικαστούν εκ νέου από ανώτερο δικαστήριο (Βακαλόπουλος, 1997, Παπαγιαννόπουλος, 2009).

Το κλίμα μετά τα γεγονότα:

  • Φαίνεται ότι ο στρατός που είχε καταφτάσει στην πόλη αντιμετωπιζόταν με καχυποψία.
  • Οι μουσουλμάνοι ήταν πιο μαζεμένοι και κλείνονταν στα σπίτια τους
  • Περιηγητές που επισκέπτονται στα τέλη του 19ου αι. την πόλη, την περιγράφουν ήσυχη.
  • Ο εξευρωπαϊσμός της πόλης προχώρησε αργά, πρώτα στην παραλία και αργότερα στα ψηλότερα σημεία της, όπου επικρατούσε το τουρκικό στοιχείο (κυρίως στην Άνω Πόλη).
  • Οι Έλληνες, που δέχονται σφοδρές επιθέσεις από Τούρκους και τουρκόφιλους Ευρωπαίους, είναι πλέον σε ετοιμότητα.

Η στάση της Ελλάδας απέναντι στα γεγονότα:

Η Ελλάδα προσπαθεί να προστατεύσει τα συμφέροντά της στην Ανατολή, αλλά οι Μεγάλες Δυνάμεις την παραγκωνίζουν και κατασκοπεύουν τις κινήσεις των Ελλήνων της Θεσσαλονίκης. Ένας αυστριακός πρόξενος στην αναφορά του δηλώνει ότι οι Έλληνες, ενώ τυπικά έχουν τουρκική ή άλλη υπηκοότητα, σε εθνικά ζητήματα αισθάνονται Έλληνες και θεωρούν την Ελλάδα ως πραγματική τους πατρίδα. Κάνουν προσπάθειες με την ίδρυση σχολείων να μορφώσουν τον λαό. Οι έμποροι, όπως ο Ιωάννης Παπάφης, αφήνουν κληροδοτήματα στην ελληνική κοινότητα (Βακαλόπουλος, 1997, Χεκόμογλου, 2001).

Οι Τούρκοι, που ήταν ήδη δυσαρεστημένοι με τη δυσβάσταχτη φορολογία, δυσαρεστήθηκαν ακόμη περισσότερο με τα γεγονότα των προξένων. Έτσι, στην Κωνσταντινούπολη ξέσπασε πολιτική και στρατιωτική στάση, που ανέτρεψε τον σουλτάνο Αβδούλ Αζίζ (1861-1876) και ανέβασε τον πρίγκηπα Μουράτ Ε’ (1876) (Βακαλόπουλος, 1997).

Portrait of Murad V.jpg
Πορτρέτο του νεαρού πρίγκιπα Μουράτ Ε’
(Πηγή: Wikipedia, Κοινό Κτήμα)

Με τα νέα αυτά, χάρηκαν όλοι οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης και πλημμύρισαν τους δρόμους της πόλης Τούρκοι, Έλληνες, Εβραίοι, Λεβαντίνοι και Ευρωπαίοι, για να το γιορτάσουν, σαν να μην είχε συμβεί τίποτε προηγουμένως. Η σύμπνοια αυτή, ωστόσο, ήταν προσωρινή. Σύντομα, οι διαφορές άρχισαν πάλι να αναδύονται (Βακαλόπουλος, 1997).

Οι επαναστατικές ενέργειες των Ελλήνων μέχρι την απελευθέρωση της πόλης (26 Οκτωβρίου 1912)

Η επαναστατική δράση των Ελλήνων της Θεσσαλονίκης στα 1878:

Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο (1877-1878): οι Έλληνες ανησυχούν για την καταπάτηση των δικαιωμάτων τους.

Ο Έλληνας πρόξενος της Θεσσαλονίκης Κ. Βατικιώτης στέλνει αντιπροσώπους σε πολλές πόλεις της Μακεδονίας (Γιαννιτσά, Βέροια, Νάουσα, Χαλκιδική κ.ά.), για να ζητήσει διαβεβαιώσεις ότι θα αναλάβουν στο εξής κοινή δράση. Παίρνει από όλους θετική απάντηση. Ο μητροπολίτης κάνει το ίδιο για τους ιεράρχες των μακεδονικών πόλεων. Οι πρόκριτοι της Χαλκιδικής συνέρχονταν σε μυστικές συνεδριάσεις (Βακαλόπουλος, 1997).

Όμως, οι Τούρκοι έμαθαν για τις ενέργειες και έστειλαν μεγάλη στρατιωτική δύναμη στη Χαλκιδική, καταλαμβάνοντας τη χερσόνησο και διατάζοντας την τουρκική κορβέτα «Αδριανούπολη» να περιπολεί στις ακτές και να ελέγχει τα καράβια που καταφτάνουν, μήπως φέρνουν πολεμοφόδια. Έπειτα, κήρυξαν στρατιωτικό νόμο σε όλη την Κεντρική Μακεδονία ως το Δεδέαγατς (Αλεξανδρούπολη). Έτσι, αποσοβήθηκε μια δεύτερη επανάσταση στη Χαλκιδική (Βακαλόπουλος, 1997).

Ωστόσο, στην περιοχή του Ολύμπου, στις 8 Ιανουαρίου 1878, ξέσπασε εξέγερση, οργανωμένη από τον επίσκοπο Κίτρους Νικόλαο και τους καπετάνιους του Ολύμπου (Βακαλόπουλος, 1997).

Πολυάριθμα τουρκικά στρατεύματα κινήθηκαν προς τα εκεί και έκαναν τρομερές φρικαλεότητες. Οι αντάρτες κατέβηκαν στον κάμπο της Θεσσαλίας. Τα γυναικόπαιδα, διωγμένα από τις εστίες τους, κατέφυγαν στη Θεσσαλονίκη. Συστάθηκαν στην πόλη δύο επιτροπές Ελλήνων κατοίκων της πόλης για τη διεξαγωγή εράνων, μία της μητρόπολης και μια του προξενείου, ώστε να περιθάλψουν τους πρόσφυγες αυτούς (Βακαλόπουλος, 1997).

Έλληνες επαναστάτες της Μακεδονίας το 1878, μεταξύ αυτών ο επίσκοπος Κίτρους Νικόλαος, ο πρόεδρος της προσωρινής κυβέρνησης Ε. Κοροβάγγος, ο Κ. Φαρμάκης, ο Ν. Αξελός και ο Χαραλ. Λελούδας.
(Πηγή: Wikipedia, Κοινό Κτήμα).

Η διεκδίκηση της Θεσσαλονίκης από ευρωπαϊκές και βαλκανικές δυνάμεις:

Μετά τον ρωσοτουρκικό πόλεμο (1877-1878) και τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου  δημιουργείται η Μεγάλη Βουλγαρία. Τα νότια σύνορά της περνούν έξω από την Θεσσαλονίκη και περιλαμβάνουν σχεδόν όλη τη Μακεδονία. Οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις αντιδρούν σε αυτή τη συνθήκη και την ανατρέπουν με το Συνέδριο του Βερολίνου (1878).  Ωστόσο, οι Βούλγαροι δεν έπαψαν να έχουν βλέψεις στη Μακεδονία. Συγχρόνως, η Αυστρία ήθελε να επεκταθεί ως το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, εφόσον είχε αναλάβει εντολή να καταλάβει στρατιωτικά την Ερζεγοβίνη και τη Βοσνία. Στοχεύει να αποκλείσει τη Ρωσία από τα Βαλκάνια, μετά την ήττα της στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο (Βακαλόπουλος, 1997).

Η Ιταλία με τη σειρά της αντιδρά στα σχέδια της Αυστρίας, επειδή, μετά τις αποτυχίες της να επεκταθεί στην Τύνιδα, στράφηκε στην Ανατολή, επιθυμώντας να αναβιώσει την αρχαία Ρώμη. Ξεκίνησε να καταλάβει τις ακτές της Αλβανίας, με το σχέδιο Mare Nostrum, που έμελλε να εφαρμόσει ο Μουσολίνι (Βακαλόπουλος, 1997).

Στο διάστημα που ακολουθεί, ο ανταγωνισμός μεταξύ των Βαλκανικών και Ευρωπαϊκών δυνάμεων εντείνεται. Οξύνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων:

1881: Η Ελλάδα καταλαμβάνει τη Θεσσαλία και μέρος της Ηπείρου και προσβλέπει προς τα βόρεια.

Σεπτέμβριος 1885:  η Βουλγαρία καταλαμβάνει με πραξικόπημα την ανατολική Ρωμυλία και φτάνει επίσης στα σύνορα της Μακεδονίας. Η Ελλάδα διεκδικεί τα ιστορικά της δικαιώματα στην περιοχή, αλλά αναγκάζεται από τις ελληνικές δυνάμεις να αφοπλιστεί.

Η Σερβία που επεδίωκε από πριν την ένωση των Νοτιοσλάβων υπό την ηγεσία της, βλέπει ότι απειλείται από τη Βουλγαρία. Κάνει πόλεμο εναντίον της, αλλά νικιέται. Η Βουλγαρία τώρα ενισχύεται και βρίσκεται κοντύτερα στο Αιγαίο (Βακαλόπουλος, 1997).

Οι Βούλγαροι δίνουν βαρύτητα στην παιδεία και στην προπαγάνδα στη Μακεδονία και διαλαλούν τη φιλοδοξία τους να καταλάβουν όλη τη Μακεδονία και τη Θράκη. Βούλγαροι μετακινούνται νοτιότερα, αναβιώνουν υπολείμματα μεσαιωνικών χωριών της Μακεδονίας και δουλεύουν ως κολίγοι στα κτήματα των Τούρκων μπέηδων ως τα 1912. Μέσα στη Θεσσαλονίκη δημιουργείται Βουλγαρική συνοικία (Βακαλόπουλος, 1997).

Συγχρόνως, σε μικρότερο βαθμό, οι Ρουμάνοι επιχειρούν να ενισχύουν στην επιρροή τους στη Μακεδονία. Πιο έντονη ήταν η προπαγάνδα των Σέρβων, που ιδρύουν σχολείο και εκκλησία στη Θεσσαλονίκη (Βακαλόπουλος, 1997).

Οι Έλληνες στέλνουν διαβήματα στο οικουμενικό πατριαρχείο, υπομνήματα στις μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις κλπ. Το «Μακεδονικό ζήτημα» σταδιακά αποκτά όλο και μεγαλύτερη σπουδαιότητα και παρουσιάζεται ως ένα κομμάτι του ανατολικού ζητήματος (Βακαλόπουλος, 1997).

1897: επαναστατικός αναβρασμός των Ελλήνων της Κρήτης και συγκρούσεις Ελλήνων και Τούρκων. Ηττώνται οι Έλληνες και αναγκάζονται να πληρώσουν 4.000.000 τουρκικές λίρες για αποζημιώσεις. Οι Βούλγαροι βρίσκουν ευκαιρία να επεκταθούν στη Μακεδονία με σχολεία, νέες επισκοπές κλπ. Το βουλγαρικό κομιτάτο με ομάδες ετοιμάζεται για ένοπλη δράση. Οι Έλληνες αρχικά αντιδρούν χαλαρά, αργότερα όμως οργανώνονται κι αυτοί. Το επίκεντρο της διαμάχης Ελλήνων και Βουλγάρων είναι η Μακεδονία (Βακαλόπουλος, 1997) .

1900 και μετά: η πάλη μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων γίνεται ένοπλη. Πρώτοι οι Βούλγαροι ξεκινούν την τρομοκρατική τους δράση. Στέλνουν στη Μακεδονία οπλισμένα άτομα, τους κομιτατζήδες, οργανωμένους σε ομάδες, για να επιβάλουν βίαια τις απόψεις τους και να προετοιμάσουν την επανάσταση (Βακαλόπουλος, 1997). Ο όρος κομιτατζής αναφέρεται στους αντάρτες, μέλη ανταρτικών ομάδων που δρούσαν στα Βαλκάνια κατά την διάρκεια της τελευταίας ιστορικής περιόδου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, εναντίον των οθωμανικών αρχών. Στη Μακεδονία χρησιμοποιούνταν για να χαρακτηρίσει τους εξαρχικούς Ελληνικής καταγωγής που μεταστράφηκαν και υπηρετούσαν τους σκοπούς της Βουλγαρίας, διαχωρίζοντάς τους έτσι από τους καθεαυτού Βούλγαρους (Βαϊνά-Αρβανιτάκη, 2004).

Ομάδα κομιτατζήδων ανταρτών στην περιοχή της Φλώρινας, 1903
(Πηγή: ΐκιπεδια, Κοινό Κτήμα)

1902-1903: οι Βούλγαροι προσπαθούν να παρασύρουν όλη τη Μακεδονία σε επανάσταση κατά των Τούρκων. Αποτυγχάνουν.

Μέσα Απριλίου 1903: τρομοκρατικές μηδενιστικές ομάδες Βουλγάρων ξεκινούν με βομβιστικές επιθέσεις μέσα στη Θεσσαλονίκη μια σειρά δολιοφθορών. Βάζουν βόμβες σε γαλλικό πλοίο, σε καφενεία, διάφορα κέντρα κλπ. και ανατινάζουν την Οθωμανική τράπεζα (σημερινό Ωδείο στη Φράγκων). Καταστρέφουν μέρος του μεγάλου σωλήνα του αεριόφωτος, βυθίζοντας στο σκοτάδι την πόλη (Βακαλόπουλος, 1997).

Στρατιωτικά σώματα Τουρκαλβανών προχωρούν σε φόνους Βουλγάρων και κάποιων Ελλήνων για αντίποινα.

12 Ιουνίου 1903: εκδίδεται παράλληλα με την τουρκική εφημερίδα Selânik και τις γαλλόφωνες εβραϊκές, η ελληνική εφημερίδα «Αλήθεια» του δάσκαλου Γιάννη Μπήτου. Οι Τούρκοι την κλείνουν, αλλά επανεμφανίζεται ως «Νέα Αλήθεια» με διευθυντή τον Γιάννη Κούσκουρα.

10 Ιουλίου 1911: ιδρύεται η εφημερίδα «Μακεδονία» του Κώστα Βελλίδη, που συνεχίζει ως σήμερα.

Ιδρύεται «Μακεδονικό Κομιτάτο» ως όργανο της ελληνικής άμυνας ενάντια στους Βουλγάρους. Η ελληνική κυβέρνηση του Γεωργίου Θεοτόκη καταρτίζει με τη σειρά της ένοπλες ομάδες. Το ελληνικό προξενείο (σημερινό Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα) και η μητρόπολη Θεσσαλονίκης επιχειρούν να στείλουν όπλα και λοιπά στα αντάρτικα σώματα. Το επίκεντρο των δράσεων είναι το Ελληνικό Προξενείο, που επικοινωνεί μυστικά με άλλα προξενεία, μητροπόλεις, επισκοπές και ελληνικά σχολεία της Μακεδονίας. Έλληνες όλων των κοινωνικών στρωμάτων και επαγγελμάτων συμμετέχουν στην προσπάθεια απελευθέρωσης της Μακεδονίας (Βακαλόπουλος, 1997).

Μακεδονικός Αγώνας (1904-1908): στην περιοχή της Μακεδονίας διεξάγονται οι μάχες μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων κυρίως, οργανωμένων σε αντάρτικα σώματα, που υποστηρίζονται από τις κυβερνήσεις τους. Καθοδηγούνται συχνά από αξιωματικούς του τακτικού στρατού. Οι πιο γνωστοί μακεδονομάχοι είναι ο Παύλος Μελάς και ο Τέλλος Αγαπηνός. Ο Μακεδονικός αγώνας προετοίμασε το έδαφος για τους Βαλκανικούς πολέμους του 1912-13, που έφεραν την απελευθέρωση της Μακεδονίας από τους Τούρκους (Βακαλόπουλος, 1997).

1891-1892: χτίζεται το νέο διοικητήριο, έργο του Ιταλού αρχιτέκτονα Vitaliano Pozelli, που σώζεται ως σήμερα.

Το κτήριο της Γενικής Διοίκησης (“κονάκι”), που σήμερα στεγάζει το Υπουργείο Μακεδονίας-Θράκης, κατά τα εγκαίνιά του το 1892.
(πηγή: Wikipedia, Κοινό Κτήμα)

23 Ιουλίου 1908: ξεσπά στη Θεσσαλονίκη η Επανάσταση των Νεοτούρκων, που προετοιμαζόταν από καιρό. Κηρύσσει τη συναδέλφωση των εθνοτήτων της Μακεδονίας και υπόσχεται σεβασμό στη θρησκευτική τους πίστη. Υπόσχεται ελευθερία και ισότητα σε όλους. Η επανάσταση των Νεοτούρκων, που έμελλε να αναδείξει τον Μουσταφά Κεμάλ, επικράτησε παντού και κήρυξε αμνηστία. Οι τσέτες, οι κομιτατζήδες και οι αντάρτες κατεβαίνουν στην πόλη και κυκλοφορούν ελεύθεροι στις μακεδονικές πόλεις (Βακαλόπουλος, 1997).

Απρίλιος 1909: οι Παλαιότουρκοι επιχείρησαν να ξαναπάρουν την εξουσία στην Κωνσταντινούπολη, αλλά απέτυχαν. Ο σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ Β’, ύποπτος για τα γεγονότα, εξορίζεται στη Θεσσαλονίκη. Κλείνεται στη βίλα Allatini.

Η Θεσσαλονίκη γίνεται η βάση των Νεοτούρκων. Για να διακηρύξουν τις αρχές τους, φέρνουν τον ίδιο τον σουλτάνο Μεχμέτ Β (1909-1918) στην πόλη. Ήθελαν το γεγονός να γίνει γνωστό σε όλη τη Μακεδονία. Προκειμένου να περάσει ο σουλτάνος τον δρόμο της προκυμαίας, κοντά στον Λευκό Πύργο, γκρέμισαν τον παλιό περίβολο του πύργου μέσα σε έναν μήνα (Βακαλόπουλος, 1997).


Η Έπαυλη Αλλατίνη, ιδιοκτησίας των Εβραίων Θεσσαλονικέων βιομηχάνων Αλλατίνι, στην οποία το 1909 φιλοξενήθηκε ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β΄ κατά τη διάρκεια της εξορίας του στη Θεσσαλονίκη, έπειτα από το Κίνημα των Νεοτούρκων στη Κωνσταντινούπολη
(Πηγή Wikipedia, Κοινό Κτήμα)

Οι κάτοικοι της Μακεδονίας απογοητεύτηκαν γρήγορα από την πολιτική των Νεοτούρκων. Εμφανίζονται νέες κοινωνικές και πολιτικές οργανώσεις και συνδυασμό με την οικονομική κρίση του 1908 ξεσπούν απεργίες εργατών σε διάφορες πόλεις της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (Βακαλόπουλος, 1997).

  • Αναπτύσσονται σοσιαλιστικές ιδέες και ιδρύεται το «Σοσιαλιστικό Κέντρο» μέσα στη Θεσσαλονίκη.
  • Τον Απρίλιο του 1909, με πρωτοβουλία του Αβραάμ Μπεναρόγια ιδρύεται ο «Εργατικός Σύνδεσμος Θεσσαλονίκης», που γιόρτασε την εργατική Πρωτομαγιά με μαζική παρέλαση εργατών, εκ των οποίων τα 2/3 Εβραίων.
  • Στις 24 Ιουλίου συγχωνεύονται οι προηγούμενες οργανώσεις και ιδρύεται η «Εργατική Σοσιαλιστική Ομοσπονδία Θεσσαλονίκης», γνωστή ως «Φεντερασιόν». Είναι μια πολυεθνική ομοσπονδία, η οποία αναγνωρίζεται από το «Διεθνές Σοσιαλιστικό Γραφείο», θα αποκτήσει γραφεία σε όλη τη Μακεδονία και θα εξελιχθεί στη σημαντικότερη σοσιαλιστική οργάνωση των Βαλκανίων. Η οργάνωση της Θεσσαλονίκης αποκτά και δική της εφημερίδα, που συνεχίζει ως «Αβάντι» να εκδίδεται και μετά την απελευθέρωση της πόλης το 1912, ως όργανο του κομμουνιστικού κόμματος.
  • Από την άλλη, οι Ευρωπαϊκές δυνάμεις ανακαλούν τους αξιωματικούς τους από τη Μακεδονία, επειδή έχουν πειστεί για τις δημοκρατικές αρχές των Νεότουρκων. Ωστόσο, οι Νεότουρκοι ήταν επιφανειακά μόνο φιλελεύθεροι, αλλά είχαν εθνικιστική βάση. Προσπαθούσαν να κερδίσουν χρόνο, μέχρι να εδραιωθούν στη Μακεδονία και να επιβληθούν στις άλλες εθνότητες. Επιδιώκουν να καθαρίσουν την τουρκική γλώσσα, προβάλλοντάς την σε εφημερίδες που εκδίδονται στην πόλη.
  • Ιανουάριος 1910 και μετά: η στάση των Νεότουρκων σκληραίνει. Κυριαρχούν οι συντηρητικοί και προσανατολίζονται προς τη γερμανική πολιτική. Ψηφίζουν μια σειρά αντεργατικών νόμων, καταδιώκουν τα στελέχη των εργατικών σωματείων και τα κλείνουν. Έτσι, κλείνει και η «Φεντερασιόν» το 1910.
  • Συγκροτούνται νέες αντάρτικες ομάδες, που παίρνουν πάλι τα βουνά. Η ασφάλεια στην ύπαιθρο υπονομεύεται, καθώς οι Βούλγαροι αρχίζουν πάλι τις τρομοκρατικές τους απόπειρες και το εμπόριο παραλύει.
  • Η Ελλάδα, η Σερβία, η Βουλγαρία και το Μαυροβούνιο, συγκροτώντας μια συμμαχία ορθοδόξων κρατών, συγκροτούν ενιαίο μέτωπο κατά της Τουρκίας, η οποία εξαναγκάζεται σε υποχωρήσεις. Η άρνηση της Τουρκίας να τις δεχτεί προκαλεί τον Πρώτο βαλκανικό Πόλεμο (Βακαλόπουλος, 1997).

Η Θεσσαλονίκη στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913)

Στις 18 Οκτωβρίου 1912 οι Έλληνες ανατίναξαν στη δυτική πύλη του λιμανιού το αγκυροβολημένο παροπλισμένο τουρκικό πολεμικό πλοίο «Fethi Bülend» (Φετίχ Μπουλέντ). Το ελληνικό τορπιλοβόλο 11 είχε κυβερνήτη το Νικόλαο Βότση και καπετάνιο τον Μιχάλη Κουφό (Βακαλόπουλος, 1997).

Αρχείο:Blowing up of 'Fetih-i-Bulend'.jpg
Η ανατίναξη του «Fethi Bülend» από τον Ν. Βότση
(Πηγή Wikipedia, Κοινό Κτήμα)

Συγχρόνως, ο ελληνικός στρατός προέλαυνε στη Μακεδονία και στις 25 Οκτωβρίου 1912 (παραμονή του Αγίου Δημητρίου) βρέθηκε έξω από τη Θεσσαλονίκη. Ο διοικητής του 8ου τουρκικού σώματος Ταχσίν πασάς υπέγραψε το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης στον βασιλιά Κωνσταντίνο. Την επόμενη μέρα μπήκε στην πόλη τμήμα ελληνικού στρατού, αποτελούμενο από μια ίλη ιππικού, δύο τάγματα ευζώνων και δύο πυροβολαρχίες και παρελαύνοντας, δέχτηκε την ενθουσιώδη υποδοχή των κατοίκων. Το πλήθος κραύγαζε, τραγουδούσε εθνικά τραγούδια, από τα ψηλότερα σημεία των κτιρίων τους έριχναν λουλούδια, κορδέλες και άφηναν περιστέρια να πετάξουν (Βακαλόπουλος, 1997).

Παρόλο που μεταβλήθηκε η κυριαρχία στη Θεσσαλονίκη και προκλήθηκε αναστάτωση, λόγω του πολέμου, οι Έλληνες κατόρθωσαν να εδραιώσουν το αίσθημα ασφάλειας, εναρμονίζοντας τις σχέσεις των διαφορετικών εθνοτήτων. Διοικητής της πόλης ήταν ο πρίγκηπας Νικόλαος και γενικός διοικητής ο Κωνσταντίνος Ρακτιβάν. Νομάρχης ήταν ο Περικλής Αργυρόπουλος. Την επίλυση των πολυάριθμων οικονομικών προβλημάτων ανέλαβε ο Γεώργιος Κοφινάς (Βακαλόπουλος, 1997).

Οι αλλαγές με την ανάληψη της ελληνικής διοίκησης είναι έντονες: οι μη μουσουλμάνοι δεν φορούν πλέον φέσι, οι πλούσιες οικογένειες Τούρκων αποχωρούν για την Κωνσταντινούπολη και τη Μ. Ασία.  Ακούγεται πάλι η ελληνική γλώσσα παντού κι οι εκκλησίες επαναλειτουργούν. Το ελληνικό κράτος φροντίζει να περισυλλέξει και να διαφυλάξει τις ελληνικές αρχαιότητες της πόλης και οργανώνεται η αρχαιολογική υπηρεσία. Αρχικά, οι αρχαιότητες τοποθετούνται σε μια αίθουσα των δικαστηρίων κι έπειτα στα υπόγειά τους (Βακαλόπουλος, 1997).

Στο μεταξύ, η Βουλγαρία εποφθαλμιά την ελληνική Θεσσαλονίκη. Ο στρατηγός Θεοδωρώφ, που ηγούνταν των βουλγαρικών στρατευμάτων, κινούνταν προς την πόλη παράλληλα με τον ελληνικό στρατό και είχε παρακαλέσει τον βασιλιά Κωνσταντίνο να επιτρέψει σε δύο στρατιωτικά τάγματα να μπουν στην πόλη και να ξεκουραστούν. Ο βασιλιάς το επέτρεψε και έτσι μπήκαν στη Θεσσαλονίκη 29/11 Νοεμβρίου 1912. Στόχος τους ήταν να εκβιάσουν την ελληνική κυβέρνηση, η οποία διαμαρτυρήθηκε στη Σόφια. Ο Βούλγαρος πρωθυπουργός Γκέσωφ προέβαλε παράλογες απαιτήσεις, ενώ ο πρόεδρος της βουλγαρικής βουλής απειλούσε με πόλεμο, αν δεν έπαιρνε η Βουλγαρία τη Θεσσαλονίκη. Ωστόσο, οι άλλες δυνάμεις δυσαρεστήθηκαν με τη στάση της Βουλγαρίας και κυρίως η Σερβία, η οποία ήρθε σε συνεννοήσεις με τους Έλληνες για να κρατήσουν κοινή στάση απέναντι στη Βουλγαρία (Βακαλόπουλος, 1997).

Τελικά, Σερβία και Ελλάδα κατέληξαν σε συνθήκη συμμαχίας και στρατιωτική σύμβαση στις 19 Μαΐου 1913, με την οποία καθόριζαν τα μεταξύ τους σύνορα και επέβαλαν στη Βουλγαρία τις εδαφικές τους διεκδικήσεις στα τουρκικά εδάφη. Συμφώνησαν, επίσης, κοινά αμυντικά μέτρα κατά της Βουλγαρίας, σε περίπτωση πολέμου. Ωστόσο, η Ελλάδα, δεν γνώριζε για τη μυστική συμφωνία Σερβίας και Βουλγαρίας (Βακαλόπουλος, 1997).

Έτσι, οι εξελίξεις οδηγούν στον Β’ Βαλκανικό πόλεμο. Οι Βούλγαροι επιτίθενται στη Σερβία κοντά στη Γευγελή και στην Ελλάδα στις Ελευθερές (Πράβιστα). Στη Θεσσαλονίκη, στις 16 Ιουνίου 1913, καθώς οι Βούλγαροι αρνούνται να αποχωρήσουν, αρχίζουν οι άγριες εκκαθαρίσεις. Οι Βούλγαροι οχυρώνονται σε στρατώνες, σχολεία, στην Αγία Σοφία και άλλα κτίρια (σε έξι διαφορετικά σημεία της πόλης), αλλά περικυκλώνονται και απομονώνονται. Αντιστέκονται γενναία, πυροβολώντας και ρίχνοντας χειροβομβίδες. Οι κάτοικοι ζουν μα εφιαλτική νύχτα, αλλά το επόμενο πρωί οι Βούλγαροι παραδίδονται. Με το τέλος του Β’ Βαλκανικού πολέμου επισφραγίζεται οριστικά η ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης στο ελληνικό κράτος (Βακαλόπουλος, 1997).

Γ. Η κοιλάδα του Ανθεμούντα μεταξύ 19ου αι.-1912

1. Θέρμη

1851: Ναός του Αγίου Νικολάου:

Στη θέση της παλιάς κοινοτικής εκκλησίας -που πιθανόν καταστράφηκε το 1821- χτίστηκε ένας μεγάλος τρίκλιτος ναός του Αγίου Νικολάου. Είναι ένα αξιόλογο δείγμα λαϊκής εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής. Χτίστηκε από λίθους και έχει εφτάπλευρο Ιερό Βήμα. Μάλλον φτιάχτηκε από κάποιο εργαστήριο μαστόρων της δυτικής Μακεδονίας (Μαρκή, 1997).

Διακόσμηση του ναού: στους εξωτερικούς τοίχους σώζεται ένα τμήμα από υπέρθυρο, που χρησιμοποιήθηκε ως οικοδομικό υλικό και δύο πλάκες με διακοσμητικά σχέδια. Το ένα φέρει σταυρό και ανθέμιο και έχει γραμμένη τη χρονολογία ίδρυσης του ναού, το 1851. Το άλλο έχει σταυρό που πλαισιώνεται από δύο κυπαρίσια (Μαρκή, 1997).

Εσωτερικό του ναού: πλακόστρωτο δάπεδο, χωρίζεται σε δύο κλίτη με δύο σειρές από ξύλινους τετράγωνους στύλους. Στο δυτικό τμήμα του ναού, επάνω από τον νάρθηκα και τα πλάγια κλίτη, υπάρχει ένας γυναικωνίτης σε σχήμα Π (Μαρκή, 1997).

Το ξύλινο τέμπλο  είναι ψηλό και φέρει τρεις σειρές εικόνων. Οι εικόνες, που πλαισιώνονται από κίονες που προεξέχουν μέσα από το τέμπλο είναι έργο του Κουλακιώτη ζωγράφου Δημήτριου Χαζτησταμάτη (Μαρκή, 1997).

Η συντεχνία των Κουλακιωτών έδρασε μεταξύ 1850-1870, ζωγραφίζοντας πολλές εκκλησίες σε χωριά της Μακεδονίας. Χαρακτηριστικά της τεχνοτροπίας αυτής της σχολής:

  • Ήρεμες φυσιογνωμίες των μορφών με γραμμικές ρυτίδες
  • Πλούσια διακοσμημένα υφάσματα και στολισμένα με άνθη φωτοστέφανα.

Το τέμπλο επιστέφεται από επιχρυσωμένο ξυλόγλυπτο σταυρό, που πλαισιώνεται από δύο δράκοντες (Μαρκή, 1997).

Στην Ωραία Πύλη σώζονται αξιόλογα ξυλόγλυπτα βημόθυρα. Διακοσμούνται με ελισσόμενους βλαστούς και έχουν τέσσερις παραστάσεις ολόσωμων αρχιερέων στο κάτω τμήμα και τον Ευαγγελισμό στο κέντρο. Αριστερά, μέσα σε ομφάλιο, εικονίζεται ο αρχάγγελος Γαβριήλ και δεξιά η Παναγία (Μαρκή, 1997).

Ο δεσποτικός θρόνος και ο άμβωνας φτιάχτηκαν από τον ίδιο τεχνίτη που έφτιαξε το τέμπλο. Διακοσμούνται με εικόνες του Χριστού και των Αποστόλων Ευαγγελιστών (Μαρκή, 1997).

Στο τέμπλο, εκτός από τις εικόνες του Χριστού και της Παναγίας, διακρίνουμε τις εικόνες του Αγίου Νικολάου, του Ιωάννη Προδρόμου, του Αγίου Αθανασίου και του Αγίου Δημητρίου. Οι εικόνες χαρακτηρίζονται από ακινησία, μεγαλοπρέπεια, μνημειακότητα (Μαρκή, 1997).

  • Στο επάνω τμήμα, στη δεύτερη ζώνη του τέμπλου, απεικονίζονται οι παραστάσεις των Αποστόλων και των Ευαγγελιστών.
  • Στην κάτω, στην πρώτη ζώνη, εικονίζεται το Άγιο Μανδήλιον, ο Μελισμός, η Υπαπαντή, η Γέννηση της Θεοτόκου, η Πεντηκοστή, η Δευτέρα Παρουσία και οι γιατροί Άγιοι Κοσμάς και Δαμιανός (Μαρκή, 1997).

Στο κέντρο της οροφής του ναού είναι τοποθετημένα ακτινωτά σανίδα και ανάμεσά τους παρεμβάλλονται άλλα τριγωνικά σανίδα με ανάγλυφη διακόσμηση (Μαρκή, 1997).

Κομμάτια υφασμάτων από την ύστερη Οθωμανική περίοδο-ταυτοποίηση βαφών σε υφάσματα (Θέρμη)

Σε δύο γυναικείες ταφές της ύστερης Οθωμανικής περιόδου (18ος-19ος αι.) βρέθηκαν τμήματα ενδυμασίας. Είναι εξαιρετικά σπάνια ευρήματα, επειδή οι κλιματολογικές συνθήκες στη βόρεια Ελλάδα δεν επιτρέπουν τη διατήρηση ευπαθών υλικών συνήθως. Η ανασκαφή έγινε το 2004. Από τα υφάσματα που βρέθηκαν μελετήθηκαν πέντε κομμάτια (Βιβντένκο κ.ά., 2017).

Συγκεκριμένα, στην ανασκαφή βρέθηκαν:

  1. Μία λινή ταινία-κόσμημα, που βρέθηκε πάνω στα οστά του κρανίου. Ήταν τμήμα του διάκοσμου της κεφαλής (ίσως κεφαλόδεσμος). Κατά μήκος της ήταν ραμμένα επιχρυσωμένα χάλκινα μετάλλια διακοσμημένα με το αστέρι του Δαυίδ.
  2. Τμήμα παρυφής ενδύματος, ίσως από γιλέκο, που βρέθηκε στην περιοχή του θώρακα.  Ήταν ερυθρού χρώματος, με αργυρο-χρυσοκέντητο διάκοσμο που συνδεόταν με το ερυθρό ύφασμα με δαντέλα.

Η μελέτη των βαφών  έδειξε ότι όλα τα δείγματα ήταν βαμμένα με ριζάριο (ρούβια). Το ριζάρι χρησιμοποιούνταν από την αρχαιότητα, προκειμένου να επιτευχθεί η κόκκινη βαφή στα υφάσματα. Η βαφή του ριζαριού μπορεί να προέρχεται από τις ρίζες διαφόρων φυτών, κυρίως της οικογένειας Rubiaceae. Στην περιοχή της Μεσογείου ευδοκιμούν κυρίως δύο είδη: το Rubia tinctorum L., γνωστό ως κοινό ριζάρι και το Rubia peregrina L. που είναι γνωστό ως άγριο ριζάρι (Βιβντένκο κ.ά., 2017).

2. Γαλάτιστα (Ελληνική Επανάσταση και Μακεδονικός Αγώνας)

Η Γαλάτιστα συμμετείχε στον απελευρεωτικό αγώνα του 1821 με τον Καπετάν Χάψα και ελληνική ομάδα 2.000 στρατιωτών. Παράλληλα, γίνονται επιθέσεις σε τουρκικά καράβια από ελληνικά στην περιοχή της Θεσσαλονίκης και της Χαλκιδικής. Τα ελληνικά σώματα νίκησαν στη μάχη της Θέρμης, οι Τούρκοι όμως αντεπιτέθηκαν κοντά στη Μονή Αγίας Αναστασίας, όπου είχαν καταφύγει άμαχοι. Στη μάχη των Βασιλικών τα ελληνικά σώματα ηττήθηκαν, καθώς είχαν αιφνιδιαστεί, με αποτέλεσμα την καταστροφή της περιοχής. Από τη Γαλάτιστα κατάγονταν σημαντικοί επαναστάτες του 1821. Ο πιο σημαντικός ήταν ο Γεώργιος Δημητρίου, ο οποίος δεν πολέμησε μόνο στη Χαλκιδική, αλλά και στα Δερβενάκια, στην Τρίπολη, στην Κάρυστο και αλλού. Αργότερα, οι κάτοικοι της Γαλάτιστας επέστρεψαν και ξαναέχτισαν τον οικισμό και τις εκκλησίες του (Καταβάτος, 2010, Παπαοικονόμου, 2016).

Κατά την περίοδο του Μακεδονικού Αγώνα, στις 3 Μαΐου 1905, στη θέση Μεγάλη Ράχη κοντά στη Μονή Αγίας Αναστασίας, πολέμησαν μακεδονομάχοι υπό την ηγεσία του Ιωάννη Νταφώτη. Μετά από προδοσία, το σώμα αυτό συγκρούστηκε με τουρκικό απόσπασμα και σκοτώθηκαν 11 Έλληνες οπλαρχηγοί. Ανάμεσά τους ήταν και ο Δημήτριος Μαλακόπουλος από τη Γαλάτιστα. Στις 22 Μαρτίου 1906 οι Τούρκοι κατέλαβαν το ελληνικό σχολείο, για να στρατοπεδεύσουν και σταμάτησαν τα μαθήματα (Φυσαράκης, 2004).

Βιβλιογραφία

Σταυρούλα Βαϊνά Αρβανιτάκη (2004). Ο καπετάν Γρηγόριος Βαϊνάς, Μακεδονικός Αγώνας, Ήθη και έθιμα της Μακεδονίας. Αθήνα: Μέδουσα – Σέλας Εκδοτική.

Βακαλόπουλος, Απ. Ε. (1997). Ιστορία της Θεσσαλόνίκης, 316 π.Χ.-1983. Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη.

Βαμβακούδης, Αχ. (1972). Βασιλικά, Ιστορία -Λαογραφία. Χρονικά της Χαλκιδικής. Τ. 21-22. Διαθέσιμο στο: https://drive.google.com/file/d/0B-DNJBeQ9XR2b1dFQ1A3SW8zTDA/view (23/6/2020).

Βιβντένκο, Σ., Μαντζούρης, Δ., Αντωνάρας, Α. και Καραπαναγιώτης, Ι. (2017). Ταυτοποίηση βαφών σε υφάσματα των ύστερων Οθωμανικών χρόνων από ανασκαφές στη θέρμη Θεσσαλονίκης. 11ο Πανελλήνιο Επιστημονικό Συνέδριο Χημικής Μηχανικής. Θεσσαλονίκη, 25-27 Μαΐου 2017. Αριθμός Ρ2-18.

Επαμεινώνδας, Γ. (2017). Το τέλος της παλιάς μας πόλης. Στο Συλλογικό, Το τέλος της παλιάς μας πόλης, Θεσσαλονίκη 1870-1917. Θεσσαλονίκη: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης.

Ιστορία του Ελληνικού Έθνους (Συλλογικό) (2000). Εκδοτική Αθηνών. Τόμος ΙΒ’.

Καταβάτος, Γ. (2010). Από την επανάστασιν της Χαλκιδικής του 1821. Παγχαλκιδικός Λόγος. Τεύχος 3, Απρίλιος-Μάιος 2010. Διαθέσιμο εδώ:

http://panchalkidikos.gr/v2/images/logos/T2/Download/PagxalkidikosT2a.pdf (6/5/2020)

Μαρκή, Ευ. (1997). Η Βυζαντινή Θέρμη. Στο Θέρμη, Ιστορία και πολιτισμός. Δήμος Θεσσαλονίκης. Σελ. 70-87.

Παπαγιαννόπουλος, Απ.(2009). Θεσσαλονίκη …εν θερμώ. Ο συγκλονιστικός 20ος αιώνας της πόλης. Α’ Τόμος. Θεσσαλονίκη: Μαλλιάρης Παιδεία.

Παπαοικονόμου, Ν. Εμμ. (2016). Προσωπογραφία Αγωνιστών του 1821 από τη Χαλκιδική και τη Θεσσαλονίκη. Θεσσαλονίκη: Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών. 142-155.

Πολατίδης, Χ. (2021). Η επανάσταση του 1821 στη Μακεδονία και η προδοσία του Εμμανουήλ Παπά από τους μοναχούς του Άθωνα. Στο Συλλογικό Δεκαέξι Αιώνες Υπόδουλο Έθνος, 1821-2021 τα “πριν” και τα “μετά” του αγώνα για την παλιγγενεσία. Αθήνα: Ανοιχτή Πόλη.

Σαρηγιάννης, Μ. (2015). Μια πλαστή πηγή για τις σφαγές του 1821 στη Θεσσαλονίκη: Ο «Χαϊρουλάχ Εφέντης» του Αβραάμ Παπάζογλου. Μνήμων, 34. 11-36.

Φυσαράκης, Κ. (2004). Μακεδονικός αγώνας-η μάχη της Αγίας Αναστασίας 2 Μαΐου 1905 και ο Ιωάννης Νταφώτης. Eistoria. Διαθέσιμο εδώ: http://www.e-istoria.com/246.html (6/5/2020).

Χασιώτης, Ι. (2013). Η Μακεδονία από τις αρχές του 18ου αι. έως την ίδρυση του Ελληνικού κράτους. Ίδρυμα Μουσείου Μακεδονικού Αγώνα. Διαθέσιμο στο: http://www.imma.edu.gr/imma/history/07.html (8/3/2020)

Χεκίμογλου, Ευ. (2001). Τα μυστήρια της Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.


[1] Τσατμάς (πληθ. τσατμάδες): δομική κατασκευή (είδος τοιχοποιίας), στην οποία πρώτα κατασκευάζεται ένας ξύλινος σκελετός και στη συνέχεια τα κενά γεμίζονται με λιθαράκια, κλαδιά, καλάμια κ.ά. και καλύπτονταν με σοβά

5 1 vote
Article Rating
Subscribe
Notify of
guest
2 Comments
Newest
Oldest Most Voted
Inline Feedbacks
View all comments
Νευρομάντης
Νευρομάντης
2 years ago

Πολύ καλή καταγραφή, εν πολλοίς άγνωστων στο ευρύ κοινό ιστορικών γεγονότων. Συνεχίστε την καλή δουλειά!