Όλγκα Τουκάρτσουκ, Τα βιβλία του Ιακώβ, εκδόσεις Καστανιώτη, 2020

Θεωρώ απλά ότι δεν γίνεται να αφηγηθούμε τις ανθρώπινες εμπειρίες χρησιμοποιώντας μόνο ρεαλιστικά μέσα. Εξάλλου τι σημαίνει «ρεαλιστικός»; Οι άνθρωποι ονειρεύονται, έχουν οφθαλμαπάτες, γίνονται παρανοϊκοί με κάποια θέματα, έχουν εμμονές. Ζουν σε ημι-επινοημένα αφηγήματα. Το ανθρώπινο περιβάλλον είναι ψυχικό, είναι δηλαδή σφαίρα πληροφοριών στην οποία δεν μπορούν τα πάντα να επαληθευθούν από τη σκοπιά της αλήθειας και του ρεαλισμού. Γι’ αυτό νομίζω πως η μυθοπλασία έχει το δικαίωμα να χρησιμοποιεί εξωρεαλιστικά μέσα για να αφηγηθεί αυτή την εμπειρία.

Όλγκα Τοκάρτσουκ σε συνέντευξη στην εφημερίδα Καθημερινή[1]

 

Η αφήγηση ακολουθεί την ιστορία του Ιακώβ Φρανκ ενός εβραίου μεσσία, που έζησε στα μέσα του 18ου αι. και περιπλανήθηκε στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, με έδρα του κυρίως την Πολωνία. Η πλοκή μένει ανοιχτή και δεν ακολουθεί μόνο τον ίδιο, αλλά και όσους τον πλαισιώνουν ως ακόλουθοι και πιστοί του, αλλά και ως αντίπαλοί του. Η παρουσία του που επηρέασε τις ζωές πολλών ανθρώπων κατήργησε πολλά στεγανά για την ορθότητα: τη θρησκευτική, τη φυλετική, του φύλου, της ιστορίας, της ηθικής. Η συγγραφέας χωρίζει το 848 σελίδων ιστορικό μυθιστόρημα σε βιβλία· Τα βιβλία του Ιακώβ. Ενώ βασίζεται σε μια εκτενή έρευνα σε αρχεία και ιστορικά κείμενα, η Τοκάρτσουκ συμπληρώνει τα κενά με την εσωτερική αφήγηση των προσώπων που συμμετέχουν. Επιλέγει να αριθμήσει τις σελίδες του βιβλίου αντίστροφα, ξεκινώντας από την 848η και καταλήγοντας στην πρώτη ως απόδοση τιμής στον εβραϊκό τρόπο ανάγνωσης από την αρχή προς το τέλος. Καθώς αυτό θα δυσκόλευε περισσότερο τη δυτική μορφή ανάγνωσης, επέλεξε απλώς την αντιστροφή του αριθμού των σελίδων.

Ο ιστορικός χρόνος μέσα στη μυθιστορία

Ο ιστορικός χρόνος εκτυλίσσεται γραμμικά και επισημαίνεται με ακρίβεια σε κάθε φάση της εξέλιξης της αφήγησης. Οι χρονολογίες και οι εποχές είναι σαφείς και πραγματικές, καθώς ακολουθούν τα ιστορικά γεγονότα. Αυτή η ακρίβεια, όμως, επιτρέπει στα πρόσωπα να μπαινοβγαίνουν στον χρόνο· να επιστρέφουν στον εσωτερικό τους χρόνο· να στρέφονται και να περιστρέφονται στη δική τους ακινησία, που κινεί όμως τα νήματα της ιστορίας και της Ιστορίας.

Η Γέντα, η γιαγιά του Ιακώβ Φρανκ, ήδη από την αρχή του βιβλίου, βιώνει μια ιδιαίτερη κατάσταση ύπαρξης. Ο γέρο Ελισά Σορ τη δένει μαγικά με μια φράση σε ένα χαρτάκι και κατορθώνει αν και ετοιμοθάνατη, να την κρατήσει ζωντανή, για να μην αναβληθεί ένας γάμος εξαιτίας της κηδείας της. Ο γάμος γίνεται και η Γέντα πια αδυνατεί να πεθάνει, καθώς καταπίνει το χαρτάκι. Σε όλη τη διάρκεια της αφήγησης η Γέντα είναι παντογνώστρια. Βρίσκεται σε μια μεταιχμιακή κατάσταση· δεν είναι νεκρή, αλλά ούτε ζωντανή. Αναπνέει, αλλά δεν μπορεί να επικοινωνήσει. Ωστόσο, μπορεί και βγαίνει από το σώμα της και ταξιδεύει. Βρίσκεται πάνω από όλους και όλα, σε κάθε στιγμή και τόπο. Μπορεί να βρεθεί οπουδήποτε θελήσει και γνωρίζει συγχρόνως τα πάντα, ακόμη και τις σκέψεις και τις προθέσεις. Δεν είναι απλώς μια παντογνώστρια αφηγήτρια. Είναι μια υπερβατική δύναμη που διατρέχει όλο το βιβλίο με τη δύναμη ενός πνεύματος ή της ίδιας της Ιστορίας. Γνωρίζει τα πάντα, όπως εμείς ως αναγνώστες των ιστορικών γεγονότων διαβάζουμε τα περασμένα και ξέρουμε όσα για αυτούς που τα έζησαν ήταν ένα μακρινό μέλλον.

Και η Γέντα κάποτε μετρούσε τάφους, πιστεύοντας πως αυτό ήταν υποχρέωση όλων των γυναικών. Το να μετράνε πόσος χώρος είχε απομείνει για τους πεθαμένους (αν υπήρχε ακόμη χώρος), πριν γεννηθούν οι επόμενοι ζωντανοί. Κάτι σαν λογιστική με την οποία οφείλει να ασχοληθεί η κάθε γυναίκα. Άλλωστε σε κάτι τέτοιους λογαριασμούς οι γυναίκες είναι πάντα καλύτερες.

Για ποιο λόγο, όμως, να μετράνε τάφους και νεκροταφεία; Αφοί οι πεθαμένοι δεν βρίσκονται στους τάφους τους. Αυτό όμως η Γέντα το έμαθε μόλις τώρα, παλιότερα είχε κι εκείνη βουτήξει αμέτρητα κομματάκια κορδονιού στο κερί. Οι τάφοι δεν χρησιμεύουν στο παραμικρό, για τους πεθαμένους δεν έχουν καμιά σημασία. Οι πεθαμένοι κάνουν βόλτες σε όλο τον κόσμο, τριγυρίζουν παντού. Η Γέντα τους βλέπει όλη την ώρα, σαν μέσα από ένα παράθυρο, επειδή, όσο και να το θέλει, δεν μπορεί να τους φτάσει. Πού είναι ο τόπος που βρίσκονται; Δύσκολο να το πει κανείς. Κοιτάζουν και κοιτάζουν, σαν πίσω από ένα τζάμι, με ένα βλέμμα λες και θέλουν κάτι από αυτό τον κόσμο. Η Γέντα προσπαθεί να καταλάβει τι μπορεί να σημαίνουν αυτές οι εκφράσεις στα πρόσωπά τους, αυτές οι κινήσεις. Μέχρι που ξέρει: Οι πεθαμένοι θέλουν να μιλάνε γι’ αυτούς. Γι’ αυτό πεινούν, αυτή είναι η τροφή τους: η προσοχή των ζωντανών.

Η Γέντα παρατήρησε και κάτι άλλο: η προσοχή δεν είναι μοιρασμένη δίκαια. Για κάποιους μιλούν πολύ, τους αφιερώνουν λόγια πολλά· για κάποιους άλλους δεν μιλούν καθόλου, ούτε λέξη, ούτε λεξούλα. Μια μέρα θα απομακρυνθούν από το τζάμι, θα χαθούν στα πέρατα, στο τέλος θα σβήσουν. Και είναι πολλοί, εκατομμύρια ολόκληρα ολότελα λησμονημένων ανθρώπων· κανείς δεν ξέρει πώς έζησαν στη γη. Δεν έμεινε τίποτε πίσω τους, γι’ αυτό και απελευθερώνονται νωρίτερα και απομακρύνονται. Μπορεί να είναι καλό αυτό. Και η Γέντα θα έφευγε αν μπορούσε. Αν δεν ήταν αυτή η παντοδύναμη λέξη που κατάπιε. Δεν έχει απομείνει τίποτα, όλα διαλύθηκαν, το φως βυθίστηκε στην ύλη στην πιο μικροσκοπική του μορφή. Έμεινε μόνο αυτή η λέξη, σαν πέτρα, πάνω στην οποία την έδεσε ο ελαφρόμυαλος Ελισά Σορ. (σελ. 260-259).

Τα πολλαπλά πρόσωπα εστίασης

Το ιδιαίτερο της εστίασης είναι ότι ενώ είναι εσωτερική, ενώ τα πρόσωπα συμμετέχουν, την ίδια στιγμή είναι παντεπόπτες αφηγητές. Και ενώ ο Ιακώβ Φρανκ είναι ο πρωταγωνιστής με την τυπική έννοια, όλα τα πρόσωπα γίνονται το επίκεντρο. Η πλοκή εκτυλίσσεται μέσα από τις αφηγήσεις όλων. Μαθαίνουμε τις σκέψεις και εκείνων που θα είχαν σε άλλη περίπτωση έναν περιφερειακό ή και περιθωριακό ρόλο. Όλοι όσοι περιστρέφονται γύρω από την ιστορία του Ιακώβ Φρανκ, είτε ως σύντροφοι και συνοδοιπόροι του είτε ως αντίπαλοί του, έχουν φωνή. Ξέρουμε τι νιώθουν, τι σκέφτονται, ποια είναι η πορεία τους κι η εξέλιξή τους. Στην πορεία της αφήγησης τα πρόσωπα πολλαπλασιάζονται. Κι όταν μεταστρέφονται στον χριστιανισμό, αλλάζουν ονόματα. Αυτό καθιστά την αφήγηση δαιδαλώδη.

Η πολυφωνική αφήγηση εδώ ωθείται στα άκρα. Είναι σαν να βλέπουμε μια ταινία με πολλούς κομπάρσους και είμαστε σε θέση να παρακολουθούμε τη ζωή και τις σκέψεις του καθενός, τις μεταβολές στη ζωή και τη συνείδησή τους, την αλλαγή ονόματός τους, καθώς αλλάζουν θρησκείες και τόπους. Η πολυπρισματική αφήγηση δεν είναι απλώς μια επιλογή που εξαντλείται σε ένα κεφάλαιο για κάθε πρόσωπο. Κάθε περιστατικό και κάθε κεφάλαιο εκτυλίσσεται συγχρόνως μέσω της ροής κάθε ήρωα.

Είναι μια επιλογή που κάποιους θα τους απέτρεπε από το να διαβάσουν το μυθιστόρημα. Όσοι τελικά το κάνουν κατανοούν την αφοσίωση της Τοκάρτσουκ στους ήρωές της και καταλαβαίνουν ότι κι οι ίδιοι οι αναγνώστες καλούνται να δείξουν αφοσίωση, αν θέλουν να συνεχιστεί η ιστορία. Επειδή είναι και δική μας ιστορία· επειδή αυτοί οι τόσο ξεχωριστοί άνθρωποι που έζησαν και έπραξαν σε τόσο ακραίες καταστάσεις και πήραν μοιραίες επιλογές, είναι κάποιοι από εμάς. Μας μοιάζουν και έπειτα πάλι αλλάζουν όνομα και απομακρύνονται. Μαζί αλλάζουν ρόλους και θέσεις.

Η κύρια μορφή φαίνεται να είναι η Γέντα, που βλέπει τα πάντα στο μεταίχμιο μεταξύ ζωής και θανάτου. Η Γέντα στη φωλιά της καταλαβαίνει τα πάντα, διασχίζει όλα τα σύνορα. Είναι αυτή που γνωρίζει τα πάντα και με έναν τρόπο συμμετέχει ως πνεύμα μέσα στην αφήγηση. Γίνεται το ιερό πρόσωπο που δεν συγκαταλέγεται ούτε στους νεκρούς ούτε στους ζωντανούς. Ωστόσο, πέρα από τον Ιακώβ Φρανκ, πρωταγωνιστούν και πολλοί ακόμη. Μεταξύ τους και ο Μολίβντα:

Φυσικά δεν είναι ίδιοι, σκέφτεται ο Μολίβντα. Ούτε στο βογομίλικο χωριό του ήταν όλοι ίδιοι. Υπήρχαν άνθρωποι του σώματος, της ψυχής και του πνεύματος. Τους φώναζαν με τα ελληνικά ονόματα: σωματικούς, ψυχικούς και πνευματικούς. Η ισότητα είναι αντίθετη προς τη φύση, αν θελήσει κανείς να την επιδιώξει. Οι σωματικοί άνθρωποι είναι μάλλον φτιαγμένοι από το γήινο στοιχείο, είναι βαριοί, αισθησιακοί και ελάχιστα δημιουργικοί, φτιαγμένοι μάλλον να υπακούνε. Οι ψυχικοί άνθρωποι ζούνε κατά τις επιταγές της καρδιάς τους, των συναισθημάτων τους, κατά τις ψυχικές τους συγκινήσεις. Οι πνευματικοί άνθρωποι είναι συνδεδεμένοι με το υψηλότατο πνεύμα, το σώμα τους είναι κάτι το μακρινό, είναι ελεύθεροι από επιρροές, ανοιχτοί και με μεγάλο εσωτερικό κόσμο. Σε αυτούς μέσα μπορεί να μπει ο Θεός.

Στην κοινή τους ζωή όμως θα έπρεπε να απολαμβάνουν όλοι τα ίδια δικαιώματα (σελ. 448).

Μορφή που υπηρετεί το περιεχόμενο

Πώς να εκφραστεί μια συλλογική ιστορία; Μέσα από τη συλλογική φωνή. Η Τοκάρτσουκ μας λέει ότι η ιστορία και οι ιστορίες ανήκουν σε όλους. Γεννιούνται από όλους και ολοκληρώνονται, επειδή όλοι συμμετέχουν. Ο τρόπος που επιλέγει να αφηγηθεί την ιστορία των Φρανκιστών ή αντιταλμουδιστών υπηρετεί το νόημα. Οι εσωτερικές φωνές είναι απειράριθμες. Οι εξωτερικές επίσης. Τα γενεαλογικά δέντρα, οι φιλίες και οι συνεργασίες που προκύπτουν ανά πάσα στιγμή δομούν σύνθετα σεφιρότ, όπου κάθε πρόσωπο υπηρετεί μια ιδιότητα και μια ενέργεια.

Οι ήρωές της μονολογούν, σκέφτονται, μιλούν αινιγματικά, χωρίς να αποκαλύπτουν τις προθέσεις τους, αλλά και καταγράφουν ημερολόγια, επιστολές, ιστορικά πονήματα. Συζητούν, αναρωτιούνται, κάνουν επίσημες δηλώσεις, εκφωνούν λόγους και ομιλίες σε δικαστήρια. Κάθε μορφή λόγου, ακόμη και ο μαγικός λόγος, περιλαμβάνονται στο βιβλίο. Ο απλός προφορικός λόγος, ο επίσημος κρατικός λόγος της εξουσίας, ο λόγος της πίστης και της αγάπης, ο λόγος της πλάνης κι ο λόγος της φιλοσοφίας. Ο πνευματικός και θρησκευτικός λόγος και ο λόγος της επιστήμης.

Το καλύτερο είναι να ρωτήσει κανείς τον απλό, αγράμματο λαό· με αυτό τον τρόπο καταλαβαίνει κανείς όλο το σύστημα, χωρίς σοφιστείες. Αντιθέτως, η χριστιανική πίστη που έλαβαν μόλις πριν από λίγο αποδεικνύεται μια λεπτή φλούδα, ίδια με τη στρώση της ζάχαρης πάνω στο γλυκό (σελ. 319).

Εκ των ζώων τα οποία πολλαπλασιάζονται ex putri materia ουδέν υπήρχε, όπως ακάρεα και ψύλλοι, οίτινες δύνανται μετά θάνατον genus suum reparare. Όπου σήπεται ξύλον, εκεί έρπουν και εμφανίζονται παρόμοια όντα. Ο Nierembergius εξηγεί στο Historia Naturae ότι τοιαύτα όντα ουχί εισί Θεού, του Κυρίου ημών, δημιουργήματα, παρά έχουσι μητέραν την corruption, τουτέστιν την σήψιν (σελ. 413).

Τα σεφιρότ, η Καμπάλα κι οι επίσημες θρησκείες

Τώρα πια καταλαβαίνουν το μήνυμα του Ιακώβ που φαίνεται καθαρά σαν τις πατημασιές όσων δεν κατάφεραν να μπουν μέσα και αυτή τη στιγμή χτυπάνε τα πόδια τους στο έδαφος για να ζεσταθούν. Πρέπει πλέον να φροντίσουν να τα μάθουν από τους άλλους. Πρόκειται για τη συνένωση τριών θρησκειών: της εβραϊκής, της μωαμεθανικής και της χριστιανικής. Ο πρώτος ο Σαμπατάι είναι αυτός που άνοιξε τον δρόμο μέσα από το Ισλάμ, ο Μπαρούχ κινήθηκε μέσα από τον χριστιανισμό. Τι όμως αναστατώνει τους πάντες, τι τους κάνει να μουρμουρίζουν και να φωνάζουν; Το ό,τι πρέπει να περάσουν μέσα από την πίστη του Ναζωραίου σαν να διασχίζουν ένα ποτάμι. Και το ό,τι ο Ιησούς ήταν το κέλυφος και η φλούδα του αληθινού Μεσσία.

Το μεσημέρι η σκέψη αυτή μοιάζει ακόμη άθλια. Γύρω στο απογευματάκι προσφέρεται για συζήτηση, αργά το βράδυ είναι προφανής. Τη νύχτα αναδύεται ακόμη μια πτυχή αυτής της σκέψης που μέχρι σήμερα παρέμενε στην αφάνεια: το ό,τι με τη βάφτιση σταματάς να είσαι Εβραίος, τουλάχιστον για τους άλλους. Γίνεσαι άνθρωπος, Χριστιανός. Μπορείς να αγοράσεις γη, να ανοίξεις μαγαζί στον τόπο σου, να στείλεις τα παιδιά σε οποιοδήποτε σχολείο… Ζαλίζεσαι με τόσες δυνατότητες, είναι σαν να σου έχουν κάνει ένα θαυμαστό δώρο (σελ. 602).

Ο μυστικισμός των καμπαλιστών και των άλλων ομάδων εκφράζονται και μέσα από την αφήγηση. Κάθε πρόσωπο γίνεται φορέας μιας δύναμης, μια ιδιότητας. Κάθε μορφή περιτρέχει το μυθιστόρημα και μεταβάλλει την ουσία του. Δεν είμαστε απλοί αναγνώστες· μυούμαστε σε βαθύτερες γνώσεις που ενέχουν τον κίνδυνο της μη επιστροφής. Μένουν ορατές σε όσους μπορούν να τις παρατηρήσουν και πετούν έξω από την αφήγηση όσους δεν μπορούν.

Η πορεία από τη μια θρησκεία στην άλλη δεν είναι απλή μεταστροφή. Είναι μια ακόμη δοκιμασία που αφήνει σαν παλιό δέρμα, μια ακόμη συνήθεια, ένα ακόμη δόγμα, μια ακόμη βεβαιότητα. Η εμβάθυνση σε μια πίστη ξεπερνά τα όρια κάθε θρησκείας. Οι θρησκείες και τα δόγματα είναι απλά περάσματα, απλοί τύποι· κελύφη. Με τα λόγια του ρεμπ Μόρντκε:

Κάθε τόπος είναι δισυπόστατος. Αυτό που είναι υψηλό είναι συγχρόνως και ταπεινό. Το σπλαχνικό είναι συγχρόνως και μοχθηρό. Στο πιο πίσω σκοτάδι ενυπάρχει η σπίθα του πιο δυνατού φωτός και ανάποδα: εκεί που επικρατεί η απανταχού παρούσα λαμπρότητα, σε έναν κόκκο φωτός, κρύβεται ο σπόρος της σκοτεινιάς. Ο Μεσσίας είναι ο σωσίας μας, μια τέλεια εκδοχή του εαυτού μας –έτσι, σαν αυτόν θα ήμασταν κι εμείς, χωρίς την πίστη μας (σελ. 731).

 

Η πολλαπλή οπτική γωνία. Η πολυφωνία ως νόημα και παρουσία.

Ακριβώς αυτή η εποχή που συγκεντρώνει την αυγή του διαφωτισμού, αλλά και την εξύψωση του μυστικισμού συγχρόνως δεν θα μπορούσε να μην ενέχει αυτή την πολλαπλή εστίαση. Η ίδια αλήθεια ιδωμένη από άλλη οπτική γωνία φαίνεται τελείως διαφορετική. Τα γεγονότα αντικατοπτρίζονται σε πολλούς διαφορετικούς καθρέπτες. Οπότε, το καλό γίνεται κακό κι οι άγγελοι δαίμονες. Αλλά και πάλι άγγελοι. Η αλήθεια δεν είναι υπόθεση αντικειμενικότητας στα Βιβλία του Ιακώβ. Είναι απεναντίας πολυπρισματική· περιέχει όλες τις πλευρές. Δεν εξαντλείται με το να πάρουμε θέση υπέρ ή κατά ενός προσώπου ή μιας κατάστασης· έρχεται με την κατανόηση, με την εμβάθυνση.

Τα λόγια του πιο κοντινού μαθητή του Ιακώβ, του Νάχμαν που μεταστρεφόμενος ονομάζεται Γιακουμπόφσκι (του Ιακώβ) είναι διάσπαρτα σε όλο το κείμενο. Αν και ο δάσκαλος απαγορεύει στον μαθητή να καταγράφει τη διδασκαλία του, ο μαθητής παρακούει και γίνεται ο προφήτης του δασκάλου του. Κι έτσι ο Νάχμαν είναι ο βασικός καταγραφέας της ιστορίας του Ιακώβ:

Τους έλεγα: Υπάρχουν δυο είδη αδυναμίας να φτάσει κανείς στη γνώση. Το πρώτο είναι όταν κάποιος δεν δοκιμάζει καν να ρωτήσει και να ερευνήσει παρά θεωρεί ότι ούτως ή άλλως δεν πρόκειται να φτάσει σε κάποιο συμπέρασμα. Και το δεύτερο είναι όταν ερευνάει κανείς και ψάχνει και φτάνει ακριβώς στο συμπέρασμα πως δεν μπορεί να γνωρίζει. Εδώ χρησιμοποίησα ένα παράδειγμα έτσι ώστε τα αδέρφια μου να μπορέσουν να καταλάβουν καλύτερα το βάρος αυτής της διαφοράς. Τους έλεγα δηλαδή πώς είναι να λες και δυο άνθρωποι να θέλουν να γνωρίσουν τον βασιλιά. Ο ένας σκέφτεται: μάλλον δεν θα μπορέσω να γνωρίσω τον βασιλιά, οπότε για ποιον λόγο να μπω στον καν στο παλάτι του και να διασχίσω τις κάμαρές του; Ο άλλος πάλι σκέφτεται διαφορετικά. Παρατηρεί τις κάμαρες του βασιλιά, ευφραίνεται με το θησαυροφυλάκιό του και τα πολύτιμα χαλιά του και, όταν μαθαίνει πως δεν μπορεί να γνωρίσει τον βασιλιά, χαίρεται που τουλάχιστον είδε το δωμάτιό του.

Με άκουγαν χωρίς στην πραγματικότητα να ξέρουν πού το πήγαινα.

Ήθελα βλέπεις να τους θυμίσω την αρχή και να τους πω ένα πράγμα: πως στην πραγματικότητα εμείς είχαμε ασχοληθεί με το φως. Σε όλα γύρω μας θαυμάζαμε το φως, ακολουθήσαμε τα ίχνη του μέσα από τα στενά σοκάκια του Ποντόλ, μέσα στις φουσκονεριές του Δνείστερου, πάνω από τον Δούναβη και τα αυστηρά φυλασσόμενα σύνορά του. Το φως μας φώναζε όταν βυθιζόμασταν στο μεγαλύτερο σκοτάδι στην Τσενστοχόβα και το φως μάς συνόδευε από τόπο σε τόπο, από σπίτι σε σπίτι (σελ. 36-35).

Η εποχή του Διαφωτισμού

Από παντού τον κατακλύζει κάτι σαν χαχανητό. Μπορεί κάποτε ο Ασέρ να σκεφτόταν πως πρόκειται για τον διάβολο. Σήμερα δεν πιστεύει στους διαβόλους. Του θυμίζει αυτό που είχε πει η Γκιτλά για τη σκιά. Αυτό που είναι καλά φωτισμένο προκαλεί σκιά. Αυτό είναι το πιο ανησυχητικό σε αυτή τη νέα ιδέα. Ο διαφωτισμός αρχίζει, όταν ο άνθρωπος χάσει την πίστη του στο καλό και στην τάξη του κόσμου. Ο διαφωτισμός είναι έκφραση δυσπιστίας (σελ. 120).

Βρισκόμαστε στην καρδιά της εποχής του Διαφωτισμού, αλλά γεωγραφικά στην περιφέρειά του. Η Νοτιοανατολική Ευρώπη και τα Βαλκάνια βιώνει διαφορετικά ίσως αυτή την περίοδο. Έχει άλλες αφετηρίες και άλλες προσλαμβάνουσες. Άλλωστε, η ιστορία του Ιακώβ Φρανκ αφορά το ερώτημα: τι συμβαίνει με τη θρησκευτική αφύπνιση στον καιρό που ο ορθολογισμός αναδιπλώνεται; Τι συμβαίνει στη μεταφυσική οντολογία στην περίοδο που η λογική δυναμώνει τη φωνή της;

Κι εδώ το ερώτημα δεν είναι απλό όπως κι απάντησή του. Έχουμε ανάγκη και τις δύο πηγές της ανθρώπινης ύπαρξης, για να μπορούμε να συνεχίζουμε. Οι ρίζες βρίσκονται στους κόσμους που κατορθώνουμε να δημιουργήσουμε, ακόμη κι όταν όλα γύρω μας μεταβάλλονται. Κι οι ρίζες αυτές μπορούν να απλωθούν όταν η μεταφυσική κι η λογική αλληλοδιαπλέκονται και δεν ανταγωνίζονται.

Αυτό το έχει ξεχάσει η εποχή μας που σπεύδει να απολογηθεί για κάθε μεταφυσική ή οντολογική αγωνία, για κάθε πνευματική ή και θρησκευτική αναζήτηση, αφήνοντας ανενόχλητο τον ορθολογισμό, σαν μονοκαλλιέργεια, να σαρώνει τα πάντα. Μια εποχή στραμμένη μόνο στην ύλη χωρίς πνεύμα, όπως και μόνο στο πνεύμα χωρίς ύλη δεν μπορεί να φέρνει ισορροπία. Είναι ένα σώμα που νοσεί. Του λείπει ένα βασικό συστατικό, για να προχωρήσει, να τραφεί, να βγάλει ρίζες και να ανυψωθεί συγχρόνως στον ουρανό.

 

[1] https://www.kathimerini.gr/opinion/interviews/562865101/olgka-tokartsoyk-stin-k-niotho-eyropaia-einai-i-paradosi-moy/

0 0 vote
Article Rating
Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments