Παράλογη παραλογή

Δεν γρύλιζε, μον’ ελαλούσε μ’ ανθρώπινη λαλίτσα.

Είμαι ο λύκος του φωτός.

Έρχομαι από αρχαίους μύθους και αρχαίες σπηλιές,

που ακόμη κανείς δεν πάτησε.

Μον’ του φιδιού το δέρμα και η στάχτη του κεραυνού,

σύρθηκαν από τα πόδια της αρχαίας άρκτου,

καθώς πάτησε το βήμα της στον ουρανό και καθοδήγησε τον χειμώνα.

Δεν βούιζε, μον’ ελαλούσε μ’ ανθρώπινη λαλίτσα.

Στη φωτεινή μου οθόνη χάνονται όλοι οι μύθοι,

ξεχνιούνται αρχαίες ιστορίες,

μένουν αβίωτες και ανέστιες.

Στα ψυχρά μου χρώματα αλλάζει δέρμα ο κόσμος,

Φτάνει σε δυσθεώρητα ύψη,

που δεν ακούνε τις φωνές των άλλων.

Πάντα είναι ένας άλλος πλανήτης εδώ.

Όλα έχουν πάνω και κάτω, αλλά κανείς δεν φτάνει στο βάθος,

Γιατί βάθος δεν υπάρχει.

Το γιοφύρι πάντα γκρεμισμένο, για να μοιάζει αρκετά παλιό,

αλλά όχι ζωντανό.

Ο πρωτομάστορας θυσιάζει κάθε μέρα τα παιδιά του.

Κι η γυναίκα του πρωτομάστορα;

Κι η Αρετή;

Κι ο Κωνσταντής;

Η γυναίκα του πρωτομάστορα καθισμένη στο εδώλιο ως δολοφόνος στιγμών.

Η Αρετή χωράει τη ζωή της μέσα σε σύντομα βίντεο, σύντομες δίαιτες και σύντομες συμβουλές για το πώς να ξεχνιέσαι.

Ο Κωνσταντής κάνει κόντρες, θ’ αργήσει κι απόψε.

Δεν υπόσχεται τίποτε.

Και το σήμερα τι απέγινε; ρώτησε το πουλί μ’ ανθρώπινη λαλίτσα.

Ξεκουράζεται στ’ αστέρια.

Αναστασία Καραβασιλείου

0 0 vote
Article Rating
Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments