Wifredo Lam «Όταν δεν κοιμάμαι, ονειρεύομαι»

«Δεν ενδιαφέρομαι να ζωγραφίζω για χάρη της ζωγραφικής», δήλωσε ο Wifredo Lam. Οδηγημένος από μια βαθιά αγωνία για φυλετική και κοινωνική δικαιοσύνη, αναζήτησε τρόπους μέσα από τους πίνακές του να δημιουργήσει χώρο για την ομορφιά και το βάθος της μαύρης κουλτούρας.

Η έκθεση Wifredo Lam: When I Dont sleep, I Dream στο Μητροπολιτικό Μουσείο της Νέας Υόρκης είναι η πρώτη περιεκτική ρετροσπεκτίβα στις Ηνωμένες Πολιτείες που τιμά ολόκληρο το έργο του καλλιτέχνη. Συνδέοντας έξι δεκαετίες και διαπερνώντας αρκετές χώρες, η έκθεση περιλαμβάνει περισσότερους από 150 πίνακες, έργα σε χαρτί, χαρακτικά, εικονογραφημένα βιβλία και κεραμικά.

Γεννημένος στην Sagua La Grandem, στην κύρια πόλη παραγωγής ζάχαρης της Κούβας, στις αρχές του 20ου αι., ο Lam έφυγε, για να σπουδάσει στην Ισπανία, σε ηλικία 21 ετών. Αφού πολέμησε εναντίον του φασισμού στον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, μετακόμισε στο Παρίσι το 1938, αλλά σύντομα εκτοπίστηκε από την εισβολή των Ναζί στη Γαλλία.

Ο Lam έφτασε πίσω στην Κούβα μέσω Μαρτινίκας το 1941. Επέστρεψε στην Καραϊβική μετά από 18 χρόνια και οι συνθήκες που βρήκε εκεί τον οδήγησαν να μεταμορφώσει τον τρόπο ζωγραφικής του. Στην Αβάνα συνδέθηκε με τις κουλτούρες και τις θρησκείες της Αφρο-Καραϊβικής και διερεύνησε τη ρευστότητα μεταξύ φυσικών, πνευματικών και πολιτικών σφαιρών, συγχωνεύοντας ζωικές, φυτικές και ανθρώπινες μορφές σε αυτό που θα γινόταν η χαρακτηριστική του προσέγγιση ζωγραφικής. Ενώ ζωγράφιζε φιλόδοξα έργα που συνομιλούν με την παραστατικότητα και την αφαίρεση, πειραματίστηκε με την κεραμική και τη χαρακτική. Παράλληλα, ο Lam συνεργάστηκε στενά με εξέχοντες ποιητές, περιλαμβανομένων των André Breton, Aimé Césaire, Édouard Glissant, and René Char.

Ο Lam διακήρυττε σταθερά ότι η ζωγραφική του ήταν μια πράξη από-αποικιοποίησης. Τα έργα του στο σύνολό τους αποκαλύπτουν μια βαθιά αφοσιωμένη πρακτική που μετέβαλε την πορεία της σύγχρονης τέχνης και συνεχίζει να απηχεί στην τρέχουσα εποχή. Με έργα που εκτίθενται σπάνια, η έκθεση Wifredo Lam: When I Dont Sleep, I Dream παρουσιάζει την πλήρη πορεία του αξιοπρόσεκτου οράματος του lam, προσκαλώντας μας να δούμε με νέα ματιά τον κόσμο.

 

Wilfredo Lam, Κούβα, 1902-1982

«Τα έργα μου είναι μια πράξη από-αποικιοποίησης όχι με τη φυσική έννοια, αλλά με την πνευματική», Wifredo Lam

Ο Wifredo Lam χάραξε μια πρωτοποριακή τροχιά στη σύγχρονη τέχνη και υπήρξε σημείο αναφοράς για τις επόμενες γενιές καλλιτεχνών, εργαζόμενος στην Καραϊβική, την Αφρική και τη Δύση. Οι πρώιμες δεκαετίες της καριέρας του καθορίστηκαν από μετακίνηση και εξορία: από την Κούβα στην Ισπανία, όπου εκπαιδεύτηκε ως ακαδημαϊκός ζωγράφος και αργότερα στο Παρίσι, για να αποδράσει από τον Ισπανικό Εμφύλιο Πόλεμο, στον οποίο είχε πολεμήσει στο πλευρό των Δημοκρατικών εναντίον της φασιστικής, μιλιταριστικής δικτατορίας. Παρόλο που ο Lam θα διαρρήγνυε τους δεσμούς του με την ακαδημαϊκή εκπαίδευση, δήλωσε ότι «Στην Ισπανία έμαθα πραγματικά να θαυμάζω τη ζωγραφική. Όταν έφτασα, για πρώτη φορά, ένιωθα ότι όλα μου ανήκαν… η Ισπανία μου πρόσφερε τη δύναμη και τη δομή της ζωγραφικής». Κατόπιν στο Παρίσι, ο Lam συνεχίζει τον πειραματισμό του με απλοποιημένες γεωμετρικές μορφές και τον αντι-ιλλουσιονιστικό χώρο.

Το έργο του Mother and Child (1939) είναι ένα χτυπητό παράδειγμα της απομάκρυνσης του Lam από το πρώιμο ακαδημαϊκό στυλ. Η μητέρα με το παιδί στην αγκαλιά μπορεί να ανακαλούν θρησκευτικές συνδηλώσεις, ενώ συγχρόνως το ό,τι η μητέρα δεν έχει κανένα προσωπικό και διακριτό χαρακτηριστικό παραπέμπει σε κάθε μητέρα, ανάγοντάς μας μέχρι την προϊστορική εικονογραφία και θρησκευτικότητα.

Ο Lam αναγκάστηκε πάλι να διαφύγει το καλοκαίρι του 1940 μετά την εισβολή των Ναζί στο Παρίσι. Η εξορία του στη Μασσαλία, όπου περίμενε ένα ασφαλές πέρασμα πίσω στην Αμερική, έθεσε τα θεμέλια για το μεταγενέστερο έργο του. Εκεί, εντάχθηκε σε μια ομάδα καλλιτεχνών, συγγραφέων και ποιητών, που πειραματίζονταν με τις τεχνικές του σουρεαλισμού, σε μια προσπάθεια να συνδεθεί με το ασυνείδητο, συμπεριλαμβανομένης της αυτόματης ζωγραφικής και το κολλεκτιβιστικό παιγνίδι εξαίσιο πτώμα (cadaver exquis/Exquisite Corpse)[1] και άρχισε να ζωγραφίζει υβριδικές μορφές στις οποίες ο άνθρωπος, το φυτό και το ζώο συγχωνεύονται. Ο σουρεαλιστής ποιητής André Breton, επίσης, ζήτησε από τον καλλιτέχνη να συμβάλλει σε μια σειρά εικονογραφήσεων στο ποίημά του που καταλάμβανε την έκταση ενός βιβλίου Fata Morgana (1941). Αναλογιζόμενος τη σημασία του αυτόματου σχεδίου, ο Lam δήλωσε «Αυτός ο νέος κόσμος άρχισε να αναδύεται μέσα μου…είχα μεταφέρει όλα αυτά στο υποσυνείδητο και αφήνοντας τον εαυτό μου ελεύθερο να δημιουργώ αυτόματη ζωγραφική… αυτός ο παράξενος κόσμος άρχισε να ρέει από μέσα μου».

Ο Lam θα συνέχιζε να επεξεργάζεται αυτό τον νέο κόσμο, όταν επέστρεψε στην Κούβα, εισερχόμενος σε μια περίοδο υψηλού πειραματισμού. Φτάνοντας το καλοκαίρι του 1941 μετά από ένα μακρύ υπερατλαντικό ταξίδι, θα ενοχλούνταν από τις συνθήκες που συνάντησε, ερχόμενος αντιμέτωπος από την αρχή με τις ρατσιστικές και οικονομικές πραγματικότητες της νεοαποικιακής Κούβας. Αφρικάνικης και Κινέζικης καταγωγής ο Lam επηρεάστηκε άμεσα από αυτές τις εμπειρίες. Η επιστροφή του στην πατρίδα τον ανάγκασε να ξαναζήσει «όλα τα δράματα της οικογένειάς μου, όλα τα δράματα της νιότης μου, όλες τις εικόνες της συνειδητοποίησης της αποικιακής δραστηριότητας».

Αυτή η εμπειρία πυροδότησε μια εξαιρετικά παραγωγική περίοδο, κατά την οποία ανέπτυξε ακόμη περισσότερο τον κόσμο των υβριδικών μορφών, που ξεκίνησε στη Μασσαλία και εξερεύνησε αναπαραστάσεις της Αφροκουβανικής κουλτούρας. Ολοκλήρωσε τη μνημειώδη ελαιογραφία σε χαρτί kraft La Jungla (Η ζούγκλα) (1942-43), η συνολική σύνθεση της οποίας απεικονίζει τρισυπόστατες φυτικές-ζωικές-ανθρώπινες μορφές σε φυσικό μέγεθος που αναδύονται από ένα πυκνοφυτεμένο χωράφι ζαχαροκάλαμου, έναν τόπο που ανακαλεί την ιστορία δουλείας και υποτέλειας της Κούβας. Λεπτά ζωγραφισμένο με σταγόνες (dripping art) και απροσδόκητα χρώματα, το La Jungla είναι ευρέως γνωστό στην ιστορία της σύγχρονης τέχνης για τις αναφορές του στις αφροκουβανικές θρησκευτικές πρακτικές και την αντιαποικιακή κριτική. Το 1944 η γκαλερί Pierre Matisse περιέλαβε το La Jungla στη δεύτερη ατομική έκθεση του Lam στη Νέα Υόρκη. Λίγο αργότερα, το MoMa απέκτησε το έργο.

Ο Lam πέρασε μια δεκαετία στην Καραϊβική, έχοντας έτσι τη δυνατότητα να συνδεθεί με άλλους καλλιτέχνες, ποιητές και διανοούμενους στην περιοχή. Στη Μαρτινίκα, έγιναν φίλοι με τον Aimé Césaire, τον ποιητή και ιδρυτή του κινήματος Négritude. Τα γραπτά του Césaire εναντίον της αποικιοκρατίας –ιδιαίτερα το μακροσκελές ποίημα σε έκταση ολόκληρου βιβλίου Cahier dun retour au pays natal (Σημειωματάριο επιστροφής στην Πατρίδα) (1939)– απηχούν βαθιά την κοσμοθεωρία του Lam, παρέχοντας στον καλλιτέχνη «μια μεγάλη ηθική παρηγοριά». Ο Lam εικονογράφησε την έκδοση του ποιήματος του Césaire στην ισπανική γλώσσα, που δημοσιεύτηκε στην Κούβα το 1943· οι δυο τους θα παρέμεναν στενοί φίλοι και συνεργάτες μέχρι το τέλος της ζωής του Lam. Ο Lam ταξίδεψε, επίσης, στην Αϊτή, όπου επανασυνδέθηκε με τον Breton, γνώρισε ντόποιους καλλιτέχνες και συγγραφείς και εμβάθυνε την κατανόησή του στις θρησκευτικές πρακτικές των Αφρικανών της διασποράς. Οι πίνακες του Lam και οι διαλέξεις του Breton για τον σουρεαλισμό απευθύνονταν σε μια γενιά Αϊτινών ποιητών και καλλιτεχνών που αναγνώρισαν αισθητικές και πολιτικές συγγένειες. Μια σειρά σχεδίων με μολύβι και μελάνι, περιλαμβανομένου και του Months and Candles (1946), αντανακλούν την περίοδο του Lam στην Αϊτή.

Το 1949 ο Lam ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο έργο του, ζωγραφική σε χαρτί Grande Composition (Μεγάλη Σύνθεση). Αντικαθιστώντας το ζωντανό τροπικό σκηνικό των αρχών της δεκαετίας του ’40 με απαλή χρωματική παλέτα και ένα πιο απλό τοπίο, το Grande Composition σηματοδοτεί ένα σημείο καμπής. Παρόλο που οι υβριδικές μορφές παραμένουν κεντρικές στο ρεπερτόριό του, ο Lam υιοθέτησε αυτή την πιο σκοτεινή παλέτα, για να αποδώσει τους ασαφείς χώρους. Η χρήση δυναμικών διαγώνιων γραμμών, του αρνητικού χώρου και των γεωμετρικών σχημάτων προμηνύει, επίσης, τον πειραματισμό του με την αφαίρεση στη δεκαετία του ΄50. Αποτελούμενη από κεραμίδια ζωγραφισμένα με μαύρα τρίγωνα και ρομβοειδή σχήματα, η επιτοίχια Abstracció(Αφαίρεση) (1955) του Lam και εγκαταστημένη στο Edificio del Seguro Medico στο Vedado στην Κούβα, είναι το αποκορύφωμα της διερεύνησης του γεωμετρικού και αφηρημένου ιδιώματος.

Ο Lam μετακόμισε μόνιμα στην Ευρώπη το 1952, εγκαταστημένος πρώτα στο Παρίσι και αργότερα στην Albissola Marina, στην Ιταλία. Στις τελευταίες παραγωγικές δεκαετίες της ζωής του, πειραματίστηκε με νέα μέσα, περιλαμβανομένης της κεραμικής, της χαρακτικής και της γλυπτικής. Συνέχισε, επίσης, να συνεργάζεται με καλλιτέχνες και συγγραφείς στην Καραϊβική, δημιουργώντας μια σειρά λιθογραφιών για την ποιητική συλλογή του Édouard Glissant La Terre inquiète (Η ακούραστη Γη) (1955) και, μια δεκαετία αργότερα, βοηθώντας στην οργάνωση του Salón de Mayo (Σαλόν Μαΐου) στην Αβάνα, μια μεγάλη έκθεση που παρουσίαζε έργα 100 διεθνών καλλιτεχνών που εργάζονταν στον 20ο αι. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Lam προσκάλεσε τον Aimé Césaire να συνεργαστούν σε ένα τελευταίο project, το Annonciation (Ευαγγελισμός) (1982). Ο Lam προσέγγισε για πρώτη φορά τον Césaire το 1979, δείχνοντας στον ποιητή μια σειρά από χαλκογραφίες που είχε ολοκληρώσει μια δεκαετία νωρίτερα και, σε απάντηση, ο Césaire έγραψε μια συλλογή ποιημάτων. Οι χαλκογραφίες και τα ποιήματα τελικά δημοσιεύτηκαν μαζί ως ένα portfolio το 1982, μια απόδειξη της διαρκούς πνευματικής συγγένειας μεταξύ των έργων τους.

Σύνθεση κειμένου και μετάφραση: Αναστασία Καραβασιλείου

 

Πηγή:

https://www.moma.org/calendar/exhibitions/5788

https://www.moma.org/artists/3349-wifredo-lam

https://www.moma.org/collection/works/37712

 

[1] Στο παιγνίδι αυτό των σουρεαλιστών έγραφαν με τη σειρά έναν στίχο ο καθένας, χωρίς να ξέρουν τι είχε γράψει ο προηγούμενος. Το παιγνίδι πήρε το όνομά του από τον πρώτο στίχο που προέκυψε με αυτό τον τρόπο: «Το εξαίσιο πτώμα θα πιεί το νέο κρασί».

0 0 vote
Article Rating
Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments