Το κομπολόι του παππού μου: μια μικρή βιογραφία

Το κομπολόι του παππού μου

Το κείμενο αυτό αφιερώνεται στον πατέρα μου Ευθύμη και στη μνήμη του παππού μου Σεραφείμ

Το κομπολόι αυτό ήρθε από τη Μικρά Ασία. Ο παππούς του παππού μου (δεν γνωρίζω το όνομά του, ίσως λεγόταν Βασίλης) ήτανε έμπορος, ο οποίος πηγαινοερχότανε στην Κωνσταντινούπολη. Αυτοί μένανε τότε στη Νίγδη· ήτανε μια περιοχή πιο νότια, έτσι… προς τα κάτω παράλια. Ήτανε… στην Καππαδοκία. Λοιπόν,…και είχε πάρει αυτό το κομπολόι, το οποίο μετά το άφησε στον γιο του. Ο γιος ήτανε ο πατέρας του πατέρα μου. Ο παππούς μου δηλαδή. Ο παππούς το έδωσε στον πατέρα μου και βρέθηκε μετά σε εμένα.

Πριν, έναν χρόνο πριν συγχωρεθεί, μου λέει «φέρε μου ένα κομπολόι ελαφρύ, γιατί αυτό είναι πολύ βαρύ και δεν μπορώ να το παίξω». Γιατί συνέχεια το είχε στα χέρια του. Και, εν πάσῃ περιπτώσει, μου έδωσε το κομπολόι… «Τώρα αυτό είναι δικό σου, παρ’ το». Και μου έδωσε το κομπολόι αυτό. Αυτή είναι η ιστορία για το κομπολόι.

Είναι φτιαγμένο από κεχριμπάρι καθαρό. Αν το κάνεις λίγο στο ρούχο σου [αν το τρίψεις], αμέσως γίνεται μαγνήτης. Είναι καθαρό κεχριμπάρι.

Μονίμως το είχε στα χέρια του. Μονίμως ήταν στην τσέπη του ή στα χέρια του. Μονίμως. Πάντα το είχε το κομπολογάκι, έπαιζε πάντα. Ε και μετά του πήρα από αυτά τα μικρά τα ψεύτικα και… ήτανε πιο ελαφρύ εκείνο και τον βόλευε καλύτερα. Αλλά βασικά δεν ήταν ο στόχος αυτός· ήτανε ο στόχος να μου το δώσει δηλαδή, ότι «αυτό είναι δικό σου, παρ’ το, αξίζει να το έχεις».

Μαρτυρία του πατέρα μου Ευθύμιου Καραβασιλείου

Ένα κομπολόι δεν είναι αντικείμενο χρηστικό. Δεν είναι εργαλείο, δεν είναι αμιγές αντικείμενο τέχνης, με την έννοια ότι δεν προορίζεται για θέαση, αλλά για χρήση. Θα μπορούσαμε να το εντάξουμε στα παιχνίδια, αλλά δεν παίζει παρά μόνο με τον χρόνο. Είναι από μόνο του, λοιπόν, ένα αντικείμενο που εγείρει ερωτήματα. Που θα το ενέτασσε ένας μελλοντικός αρχαιολόγος ή ακόμη ένας ανθρωπολόγος; Όπου και να το ενέτασσε, θα βιαζόταν να προβεί σε κατατάξεις και περιγραφές. Οπότε, ένα πρώτο ερώτημα μένει ανοιχτό: που θα εντάσσαμε ένα κομπολόι;

Ένα κομπολόι παίζεται με τα χέρια. Είναι ένα παιγνίδι με τον χρόνο. Αυτός που παίζει με το κομπολόι του σταματάει να πράττει· αποδεσμεύει τα χέρια του από οποιαδήποτε πράξη και τα αφιερώνει σε αυτό. Είναι μέτρηση των χαντρών και των λεπτών. Είναι μια παύση για αναστοχασμό. Είναι η σοφία του κενού. Είναι η αποδοχή και η ηρεμία ότι η ζωή κυλάει και δεν χρειάζεται να την κυνηγά κανείς. Είναι μια φιλοσοφία ζωής.

Σπάνια βλέπει κανείς σήμερα ανθρώπους να παίζουν κομπολόι. Οι περισσότεροι καταφεύγουν σε πληκτρολόγια, για να απασχολήσουν τα χέρια τους. Όχι για να αναστοχαστούν πάνω στο κενό, αλλά για να μην σκέφτονται την ζωή που περνάει. Άλλη φιλοσοφία ζωής.

Αυτή η μικρή αφήγηση του πατέρα μου φωτίζει πολλά περισσότερα από όσα μπορεί κανείς να αντιληφθεί με μια πρώτη ανάγνωση. Πέρα από το κομπολόι ως αντικείμενο, φτιαγμένο από κεχριμπάρι, το κομπολόι αυτό ταξιδεύει από χέρι σε χέρι, από γενιά σε γενιά μέσα στον χρόνο. Μετράει τον χρόνο τέσσερις γενεές ήδη και συνεχίζει. Είναι ένα οικογενειακό μας κειμήλιο. Η αξία του είναι βαρύνουσα για εμάς. Φέρει το βάρος μιας οικογενειακής ιστορίας, αλλά κυρίως μιας βαθιάς συναισθηματικής σχέσης.

Διαγράφει ένα μακρύ ταξίδι από την Κωνσταντινούπολη στη Νίγδη και μετά στη βόρεια Ελλάδα. Είναι θεματοφύλακας ενός μακριού και συχνά επώδυνου ταξιδιού. Φέρει ακόμη τη σφραγίδα της προσφυγιάς. Τα ίδια τα γεγονότα, αλλά κυρίως τα πρόσωπα που σχετίζονται μαζί του τού δίνουν την τεράστια αυτή αξία. Είναι φορέας των απρόβλεπτων της ζωής, που έχει τα πάνω και τα κάτω της.

Ο παππούς μου Σεραφείμ

Ο παππούς μου, αντιλαμβανόμενος ότι σύντομα θα φύγει από τη ζωή, φρόντισε να το παραδώσει στον γιο του. Δεν είναι ο μόνος του γιος ούτε ο πρωτότοκος. Τους δένει όμως μια ιδιαίτερη συναισθηματική σχέση. Δεν πρόκειται για ζήτημα κύρους, όπως θα βιαζόταν ένας αρχαιολόγος να το χαρακτηρίσει ούτε για ζήτημα οικογενειακής ιεραρχίας, όπως θα υποστήριζε ένας ανθρωπολόγος. Πρόκειται για ζήτημα τιμής, αλλά και βαθιάς συναισθηματικής σχέσης. Δεν καταγράφεται σε επίσημα αρχεία, δεν κατατάσσεται και δεν εντάσσεται σε αρχαιολογικούς καταλόγους μιας τέτοιου είδους σχέση. Είναι ζήτημα αξίας.

Ο ίδιος ο παππούς μου ισχυρίζεται ότι το κομπολόι αυτό του φαίνεται πια βαρύ και ζητάει να το αντικαταστήσει με ένα του συρμού, που δεν έχει καμιά αξία για αυτόν. Φροντίζει να μεταβιβάσει το βάρος που φέρει.

Το κομπολόι αυτό, λοιπόν, δεν ανήκει σε κάποια πλούσια οικογένεια, που συλλέγει πολύτιμα οικογενειακά κειμήλια ως ένδειξη κύρους και πλούτου. Απεναντίας, τα ίδια τα σώματα που το φέρουν είναι η αξία του, ως κέντρα δράσης, όπως θα έλεγε και ο Bergson.[1]

Επιπλέον, η φύση του ίδιου του κομπολογιού έχει ρίζες (σχεδόν) θρησκευτικές. Όπως το κομποσκοίνι δεν μετράει απλώς χάντρες ή στιγμές, αλλά είναι τρόπος και μέσο διαλογισμού. Είναι τρόπος επανάληψης των ζικρ ή των μάντρα ή των επαναλαμβανόμενων φράσεων, που ο πιστός επαναλαμβάνει σιωπηρά και με την επανάληψη αλλάζουν νόημα ή επανέρχονται στο τίποτε, που δεν μπορείς να το καλέσεις εσύ ο ίδιος, αλλά να το περιμένεις να σε καλέσει αυτό. Αυτό το κενό που επιζητά το πιστός δεν επιζητά να καλυφθεί. Θέλει να παραμείνει κενό, ώστε να φέρει την άλλη αντίληψη και θέαση του κόσμου. Για να δεχτείς το κενό χρειάζεται να είσαι άδειος κι όχι γεμάτος. Το κομπολόι, λοιπόν, είναι μέσο αδειάσματος· είναι οδηγός που σε πάει κατευθείαν στην πηγή.

Από όσο θυμάμαι τον παππού μου, πράγματι, αυτό το κομπολόι είχε στα χέρια. Ενώ είχε στο παρελθόν βασανιστεί και υπέφερε από πόνους μέχρι που πέθανε, είχε πάντα ένα ήρεμο και απέριττο ύφος. Δεν εξέφραζε πόνο, αλλά ίσως μια παιδική απορία. Τον θυμάμαι πάντα ήρεμο και λιγομίλητο. Δεν είχε μίσος, κακία ούτε καν παράπονο στο πρόσωπό του. Πέθανε έχοντας σώας τας φρένας. Το πρόσωπό του ίσως ήταν καθαρό από εκφράσεις με έναν τρόπο. Ίσως είχε συναντήσει το κενό που όλοι αναζητάμε, ακόμη κι αυτοί που δεν συνειδητοποιούν. Μέσα στο παιδικό του βλέμμα ίσως ξανασυναντούσε όλες τις δυνατότητες της ζωής· αυτές που διαθέτουμε ως παιδιά και μαθαίνουμε μέσω της τεχνητής επιλογής να χάνουμε, προκειμένου να χαράξουμε τροχιές στο συγκεκριμένο.

Αυτό το κείμενο το γράφω και το ξαναδιαβάζω και το αλλάζω διαρκώς εδώ και καιρό. Χθες μου ήρθε ξαφνικά στον νου και πάλι. Σήμερα ο πατέρας μου μού θύμισε ότι ο παππούς πέθανε σαν σήμερα πριν από σαράντα χρόνια. Σημάδι πως ήρθε η ώρα να το μοιραστώ.

Κείμενο: Αναστασία Καραβασιλείου


[1] Bergson, H. (2013). Ύλη και Μνήμη. Ροές.

5 1 vote
Article Rating
Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments