Μέσα στις επτά σπηλιές του Μεξικού, οι επτά θεοί έφτιαξαν τους λαούς και τους έδωσαν τις Ιερές τους Γλώσσες. Όταν βγήκαν από την καρδιά του βουνού, ήταν έτοιμοι να ζήσουν στο Φως.
Η άνοδός τους στον κόσμο ήταν η αρχή του ταξιδιού τους. Εκεί μπορούσαν να δουν τις ακτίνες του Ήλιου. Κι όσο ζούσαν στον Ήλιο συνήθιζαν.
Όταν επέστρεφαν στο σπήλαιο, η ζωή τους εμφανιζόταν στον τοίχο των Σκιών σαν μια ακτινογραφία. Το φως που είχαν ζήσει είχε τυπώσει πάνω στο φιλμ της ζωής το αποτύπωμά τους.
Κι είδαν πάλι τη ζωή τους. Όχι ως χρόνο, όχι ως διάρκεια ή στιγμή. Είδαν τη ζωή τους ως αποτύπωμα του παιγνιδιού του φωτός και της σκιάς.
Κι άλλοι έβλεπαν νήματα κομμένα να χορεύουν μέσα στο κενό· άλλοι δίνες που ταξίδευαν μέσα στο χάος· άλλοι φράκταλ ή μάνταλα ή σπείρες, που ξαγρυπνούσαν στα πέρατα του σύμπαντος. Και όσοι έζησαν με αμνησία ή άνοια έβλεπαν τυπώματα με τελίτσες ή κυκλάκια ή με εκείνα τα περίεργα σύμβολα που τώρα τελευταία έφτιαξαν οι μηχανές, για να μιμηθούν τις Ιερές Σκέψεις. Κι όσοι έζησαν τη ζωή του γκουρού και του μοναχού έβλεπαν τη ζωή τους σαν την πρωινή ομίχλη πάνω από τα βουνά.
Όμως, εκείνο που ξέχασε να πει ο σοφός είναι ότι το σπήλαιο δεν είναι ένα. Καθένας έχει τη δική του Ιερή Γλώσσα. Δεν μπορεί να επιστρέψει οπουδήποτε.
Όταν μείνει το κουκούτσι, τότε δεν θυμάσαι ποιο το δέντρο. Όταν δεις το δέντρο, δεν θυμάσαι ποιο το κουκούτσι. Αλλά δεν χρειάζεται να θυμάσαι τη λέξη, το ίδιο το Κουκούτσι, το ίδιο το Δέντρο είναι Ιερό. Ξέρει πώς ξαναρχίζεις και πώς βγαίνεις στο φως. Και ξέρεις πώς να επιστρέφεις στις Σκιές, πριν ξαναβγείς στο Φως.
Η γλώσσα δεν είναι μία, γιατί να είναι το σπήλαιο;
Αναστασία Καραβασιλείου