Χούλιο Κορτάσαρ, Το Κουτσό

Ο Κορτάσαρ βρήκε τρόπο να μιλήσει για τα όρια της λογικής και για όσα δεν μπορούν να ειπωθούν. Και ο τρόπος αυτός δεν βρίσκεται μέσα στη γλώσσα, δεν βρίσκεται στα όρια των λέξεων, αλλά σε όσα παρεμβάλλονται μεταξύ των λέξεων. Επεκτείνει, έτσι, τα όρια του κόσμου, κλείνοντας το μάτι στον Βιτκενστάιν.

Κατά τη γνώμη μου, κανένα θαύμα δεν είναι παράλογο· παράλογο είναι αυτό που προηγείται κι αυτό που το διαδέχεται (κεφάλαιο 28)

Φαινομενικά η αφήγησή του δεν έχει δομή, καθώς εκτυλίσσεται με μια ιδιόμορφη διόγκωση και αποσυμπίεση. Μοιάζει με μια κλεψύδρα: η ροή της αφήγησης συγκεντρώνεται στο κέντρο κι από κει μέσα από μια λεπτή δίοδο που αφήνουν οι λέξεις κυλάει με σταθερό ρυθμό, λίγο-λίγο, μέχρι να συγκεντρωθεί στο κάτω μέρος της, σε αυτό που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει συμβατικά τέλος. Όπως, όμως, η κλεψύδρα, αντιστρέφεται και ξανακυλά, όχι για να αντικρύσει την ουρά της, όπως ο ουροβόρος όφις, αλλά για να συναντήσει έναν γαλαξία.

Στο ενδιάμεσο, σε αυτό που θα μπορούσε κανείς να ονομάσει συμβατικά μέσο της ιστορίας, μοιάζει να αφανίζεται, να εξ-ουδετερώνεται, δημιουργώντας την αυταπάτη ότι ο χρόνος τελειώνει. Εκείνος όμως ανανεώνεται, ξαναγεννιέται μαζί με τα συναισθήματα που πάσχιζαν να ξυπνήσουν στο πρώτο μέρος. Η απώλεια του Ροκαμαδούρ μοιάζει με την απαραίτητη θυσία, για να ξυπνήσει ο κοιμισμένος κόσμος των συναισθημάτων· ίσως να είναι και το σύμβολο αυτών των άρρωστων συναισθημάτων, που αντικρίζουν πάλι τον εαυτό τους στον καθρέφτη ξαναγεννημένα, με την καθαρότητα ενός βρέφους.

Στην άλλη μεριά της κλεψύδρας, η Ταλίτα, ο Τράβελερ και το ψυχιατρείο παρέχουν όλα τα μέσα για να ειπωθούν τα ανείπωτα. Το γέλιο θρυμματίζει όχι τη σοβαρότητα, μα τη λογική.

Φαινόταν ειδικός των χαμένων υποθέσεων. Πρώτα τις έχανε και μετά έτρεχε από πίσω τους σαν τρελός (κεφάλαιο 31)

Το ταξίδι μύησης δεν φτάνει πουθενά· δεν τελειώνει ποτέ· κάνει μια περιστροφή μέσα στη δίνη και συνεχίζεται.

Και κάπου εκεί ξεκινά το ταξίδι του το δημιούργημα, για να βρει τον δημιουργό του. Ο δημιουργός Μορελί, εγκιβωτισμένος στο μυαλό του δημιουργού Κορτάσαρ, αποκαλύπτεται στο δημιούργημα Ολιβέιρα, έπειτα από μια μοιραία συγχρονικότητα. Το δημιούργημα Ολιβέιρα, διψασμένο να φτάσει σε ένα τέλος που δεν έρχεται, αντιστρέφει το παιχνίδι και, διαφεύγοντας της Λογικής, κατορθώνει να δημιουργήσει ξανά τον δημιουργό του.

Ο λόγος εκτείνεται, διαστέλλεται σαν το σύμπαν, για να χωρέσει μια πραγματικότητα που δεν μπορεί να εκφραστεί ούτε με τον Λόγο ούτε με την Ιστορία του κόσμου. Δεν αρκεί η γλώσσα· δεν αρκεί η ιστορία· δεν αρκεί η γνώση· απαιτείται κατανόηση του κόσμου. Έτσι, ο Λόγος διασπάται, υφίσταται μια σχάση, δημιουργώντας νέα ενεργειακά πεδία.

Ήταν για γέλια. Όλα ήταν για γέλια. Ή μάλλον, για ένα γέλιο, αλλά τρανταχτό, αυτό που το λέμε Ιστορία (κεφάλαιο 36).

Η πραγματικότητα μέσα στις πραγματικότητες· ο ήρωας Ολιβέιρα αναζητά το κέντρο, την ενότητα, την Πραγματικότητα, προσπαθώντας να διαπεράσει το παχύ στρώμα της ματαιότητας. Στο μεταξύ, θρυμματίζει τις πραγματικότητες των άλλων, μόνο και μόνο για να πάψουν να υπάρχουν οι άλλοι ως άλλοι και ο ίδιος ως άλλος και ως Εγώ.

«Κοίτα», είπε ο Ολιβέιρα, «ξέρεις πολύ καλά ότι η υψοφοβία μου μ’ εμπόδισε να φτάσω ψηλά στη ζωή μου. Και μόνο ν’ ακούσω τη λέξη Έβερεστ, είναι σαν να τρώω κλοτσιά στην οικογένεια…» (κεφάλαιο 41)

Το Κουτσό, με όρια τη Γη και τον Ουρανό, μέσα στα εννέα του νούμερα αναπαριστά ένα Δέντρο της Ζωής με τα Σεφιρότ του. Εμπεριέχει το Απόλυτο και όλα όσα τρέφονται απ’ τις ακτίνες του μέσα στον δημιουργημένο κόσμο.

Στον άξονα χώρου-χρόνου η πρόθεση δεν είναι η αιτιότητα· η πρόθεση δεν είναι επιθυμία· είναι απελευθέρωση απ’ την αιτιότητα· είναι έξοδος από το μήνυμα και το νόημα. Είναι ένας αγώνας για απραξία· μια απελευθέρωση απ’ τον ίδιο τον εαυτό που στοχάζεται τον εαυτό του, που παράγει την πρόθεση. Το θηλυκό και το αρσενικό συμμετέχουν στο Κουτσό, ρίχνουν την αμάδα με τη μύτη του παπουτσιού ξανά και ξανά, μέχρι να εκτιναχθούν στον Ουρανό.

Εκεί που πραγματικά ο χρόνος τέμνει τον χώρο –ή και το αντίστροφο– δημιουργείται ένα κενό χώρου και χρόνου, μια κατάργηση όχι μόνο του παρελθόντος και του μέλλοντος, μα και του ίδιου του παρόντος. Το κενό αυτό δεν μπορεί να μετατραπεί σε ανάμνηση· βιώνεται κάπου αλλού πέρα από τη συνηθισμένη ύπαρξη. Οπότε, κάθε δυνατότητα αποτύπωσης –λεκτικής ή άλλης– καταργείται. Η γνώση αυτοκαταργείται, για να μετατραπεί στην επιθυμητή κατανόηση.

Μια τάξη που γεννάει χάος σαν ένας καλά μελετημένος ανθόκηπος, που θυμίζει φύση κι εξοχή.

Το πέρασμα, η μύηση, η κάθοδος στο σκοτάδι του τούνελ, μέχρι την άνοδο στον δημιουργό. Ο Θεός είναι συγγραφέας (Μορελί) και τα δημιουργήματά του, οι ήρωές του στον χρόνο και τον χώρο της αφήγησης, είναι η δημιουργία, η κοσμογονία του. Ενώ νομίζουμε ότι παρακολουθούμε έναν Οδυσσέα, ακολουθούμε τον δρόμο ενός Φίνεγκαν.

Ο Ολιβέιρα, στρέφοντας ελάχιστα το κεφάλι του, είδε πως η Ταλίτα τον κοίταζε και της χαμογέλασε. Ήξεραν κι οι δυο τους τι σκεφτόταν ο άλλος· ότι όλα αυτά ήταν μια ηλίθια κωμωδία κι ότι η χοντρή πιτζάμα και οι άλλοι ήταν το ίδιο τρελοί με τους ίδιους. Κακοί ηθοποιοί, δεν έκαναν καν μια προσπάθεια να υποδυθούν αξιοπρεπώς τους φρενοβλαβείς μπροστά σ’ αυτούς που ‘χαν μελετήσει διεξοδικά το εκλαϊκευμένο εγχειρίδιο ψυχιατρικής. […] Τίποτα δεν ήταν υπερβολικά απρόβλεπτο κι η πιο χυδαία αιτιότητα εξακολουθούσε  να διέπει αυτές τις κομψοεπείς και ευδιάλυτες σχέσεις όπου οι μυκηθμοί του διαχειριστή εκτελούσαν χρέη μπάσο κοντίνουο ανάμεσα στο επαναλαμβανόμενο μοτίβο των παραπόνων, των απαιτήσεων και του Frango Inglesia (κεφάλαιο 51).

Αυτό που παραμένει απαράμιλλο στο Κουτσό είναι ο τρόπος που κατόρθωσε να μετουσιώσει σε λέξεις αυτό που δεν λέγεται με λέξεις. Το κατόρθωσε, καταργώντας τις λογικές συμβάσεις και φέρνοντας τα σύμβολα σε ρόλο ενεργούντος.

Για τη μεταφραστική δεινότητα του Αχιλλέα Κυριακίδη ό,τι και να ειπωθεί είναι λίγο. Το μόνο που μπορούμε να πούμε είναι ότι χωρίς τον Κυριακίδη δεν θα μπορούσαμε να συλλάβουμε το Κουτσό. Το δημιούργησε στα ελληνικά όπως χρειαζόταν, ώστε να περισώσει ακριβώς το αρχικό κείμενο. Η μαγεία του Κυριακίδη περιέσωσε τη μαγεία του Κορτάσαρ. Μόνο ευγνωμοσύνη μπορούμε να νιώθουμε για τον μεταφραστή.

Ο άνθρωπος είναι στ’ αλήθεια το ζώο που συνηθίζει ακόμα και το να μη συνηθίζει (κεφάλαιο 53).

Κείμενο: Αναστασία Καραβασιλείου

0 0 vote
Article Rating
Subscribe
Notify of
guest
0 Comments
Inline Feedbacks
View all comments