Κλέοβις και Βίτωνας

Συγγραφέας του διηγήματος: Γιάννης Καλημερατζής©

Για κάποιον λόγο, σήμερα ήρθε στο νου μου ο Κλέοβις και ο Βίτωνας. Άκου όμως μια πραγματική ιστορία.

Μεγάλωσα σε ένα μέρος όπου το να ξυπνήσεις ένα πρωί κι αν, αντί για λάσπη, έβλεπες χαλίκι στον «δρόμο», το λέγαμε πρόοδο – το ’80, έτσι; Μια συνοικία που στήθηκε με παραπήγματα προσφύγων, απόκληρων, κομμουνιστών (όταν διώκονταν ακόμη και για το «όνομα» – για αυτό και το ‘παν Προμηθέας άλλωστε) κι εσωτερικών μεταναστών του ’50 και ’60.  Όλα αυτά βέβαια μέχρι τις αρχές του ’90, όπου σε χρόνο dt σαρώθηκαν τα πάντα από άσφαλτο, τσιμέντο και θερμομονωτικά κουφώματα. Τότε, η συνοικία γέμισε πολυκατοικίες και οι πολυκατοικίες γέμισαν (κυρίως) με φρέσκους νομεγκλατουρέους της πράσινης και της μπλε συμμορίας – κάτι καθηγητές του δημοσίου, με ύφος βαυαρού πρίγκηπα και βάλε, που κατσάδιαζαν τα παιδιά τους αν τα έβλεπαν να παίζουν με παιδιά εργατών, κάτι  γραβατομένους με κώλους μες το βούτυρο, που ακόμη κι αν καταδέχονταν να σου πουν τί δουλειά κάνουν, ανάθεμα κι αν θα καταλάβαινες – έγινε ο μαχαλάς προάστιο και τα ενοίκια την κάνανε για την στρατόσφαιρα.

Πριν γίνουμε λοιπόν κι εμείς πολιτισμένα-πολιτισμένοι, τα παιδιά της συνοικίας περνούσαν τις «διαβατήριες τελετουργίες»  τους στα Εβραΐικα με χιόνι, με βροχή, με αέρα, αλλά κυρίως με ήλιο. Πάει κάπου ο νους σου; Σωστός, δικός σου ο πόντος· νεκροταφείο ήταν. Δηλαδή, κάποιοι τάφοι ρημαγμένοι, κάποιοι όρθιοι, αλλά υπήρχε πολύς ελεύθερος χώρος για να παίζουμε ποδόσφαιρο, να δερνόμαστε με άλλες γειτονιές, να τρώμε τις πρώτες μας χυλόπιτες, να ονειρευόμαστε όρθιοι και ξυπνητοί. Μέγκλα κατάσταση.

Ιούλιος του ’91. Με «άνωθεν εντολή», οι πασοκάνθρωποι του Δήμου στέλνουν  οικοδομικά συνεργεία σε στυλ «θα το κάνουμε εργοτάξιο κανονικό» – απομακρύνουν τους τάφους, φτιάχνουν κι ένα «μνημείο» της πυρκαγιάς λίγο παραπέρα -έχει συμφωνήσει ήδη και η τοπική κοινότητα Ισραηλιτών, να παραχωρηθεί στο δημόσιο το οικόπεδο για αθλητική χρήση. Το πόσα φράγκα φάγανε άστο καλύτερα -αν ζεις Ελλάδα, ξέρεις-, αλλά ένα μαϊμού-γήπεδο (με τσιμέντο κάτω, παρακαλώ), ας πούμε τύπου 5×5, το έφτιαξαν. Μην τους πούνε κι απατεώνες – κατάλαβες; Εμείς πάλι στα ουράνια, λες και θα παίζαμε στο Αζτέκα ή στο Μαρακανά ένα πράγμα. Μια ζωή λιγούρια. Την κατάφαση την είχαμε μόνο ακουστά, από αρνήσεις όμως βάζαμε και στην τσέπη. Από ερωτήσεις μην ρωτάς καλύτερα – εντάξει;

Να μη στα πολυλογώ, στήνουμε ένα «πρωτάθλημα» (τρομάρα μας), με οκτώ ομάδες, από οκτώ γειτονιές της συνοικίας, έτσι για να γουστάρουμε που δεν χρειάζεται να κάνουμε πια τάκλιν πάνω από νεκροκεφαλές και λείψανα – σωστοί νομίζω. Με βαθμολογία, στολές του κερατά -με νούμερα σε άσπρο φανελάκι από σιδερότυπα του Μπλεκ (η κούρελη φαντασμαγορία μας δεν είχε όρια)-, μέχρι αγοράσαμε με ρεφενέ κι ένα γουστόζικο κύπελο για τον πρωταθλητή! Λιγούρια μεν, μερακλήδες δε.

Και να γίνεται της κόφας. Κερκίδα γηπεδική, συνθήματα, πανό με χουλιγκανίστικες προστυχιές, ο κακός χαμός αυτοπροσώπως. Για να καταλάβεις, ένα φουκαριάρικο ελληνοαμερικανάκι που ‘ρθε να δει τους παππούδες, με παπουτσάκι νάικ και φανελάκι μπόστον σέλτικς -ορίτζιναλ παρακαλώ- μόστραρε με υφάκι φύλαρχου το γκέιμ μπόυ του στους ιθαγενείς, με αποτέλεσμα να αρπάξει αρκετές ψιλές και ολίγες σενιαρισμένες μελάτες, που του άναψαν τα αυτιά. Εξαγωγή πολιτισμού κανονική.

Τελευταία αγωνιστική. Θέλουμε μόνο νίκη για να σηκώσουμε την κούπα, να νιώσουμε δηλαδή Μαραντόνα, Ρομάριο, μη σου ‘πω και Τάσος Μητρόπουλος – και γιατί να μη στο ‘πω δηλαδή. Εγώ, γνωστό από παλιά, διάσημο και ξακουστό κλαδευτήρι, άμπαλος μέχρι απελπισίας, αλλά τσαμπουκάς, με γερά πόδια και μόνιμες δολοφονικές προθέσεις. Έμπαινα πάντοτε σέντερ-μπακ, να καθαρίζω τους πάντες και τα πάντα. Ο κολλητός μου, ο Νίκος, τερματοφύλακας από τους ελάχιστους – αν είχε μια στάλα αυτοπεποίθηση παραπάνω αυτό το παιδί θα γινόταν άνετα επαγγελματίας. Η αντίπαλος γειτονιά έχει στο ρόστερ της τον «έχεις ζήτηση και γίνεται συζήτηση» Ηλία. Παίζει ήδη στους νέους της Βέροιας, ενώ δεν έχει καλά καλά τελειώσει το γυμνάσιο. Μαγεύει το τόπι, τού μιλά κανονικά κι αυτό τού λέει τα μελλούμενα.

Ο Ηλίας μού ρίχνει χαλαρά τέσσερα χρονάκια στ’ αυτιά. Αυτό βέβαια δεν λέει τίποτα για μένα (ούτε φυσικά το ότι αυτός είναι παιχτούρα κι εγώ τρύπιο παλτό) και τον έχω σβήσει κυριολεκτικά. Είμαι βεντούζα επάνω του κι όποτε πάει να μου ρίξει καμιά ξεγυρισμένη τρίπλα, τρώει τη σπεσιαλιτέ κλωτσιά μου (κοφτή-γρήγορη χαμηλά στο καλάμι) και κατεβάζει πλερέζες. Καθότι ο Ηλίας ναι μεν σχεδόν επαγγελματίας, αλλά διαθέτει μπαμπά εργολάβο, χωμένο βαθιά στα κόλπα, που σηκώνει τις πολυκατοικίες στη συνοικία πιο γρήγορα κι από πυργάκια πιτσιρικάδων στην άμμο. Δηλαδή μαλακός σαν σκατό, αν θες να ξέρεις.

Τελευταία φάση. Κερδίζουν κόρνερ, κάνει μπάσιμο ο Ηλίας, με σπρώχνει, του βυθίζω τον αγκώνα μου στα πλευρά και πέφτει με τα μούτρα κάτω σαν ψόφιο σκυλί. Σηκώνεται, αρχίζει τη μίρλα, κάτι σε στυλ «αυτά δεν γίνονται σε κανονικούς αγώνες» και «αν παίζαμε κανονικά τώρα θα έπρεπε να πάρεις κόκκινη» κι άλλες τέτοιες γκράντε-φλωριές με απ’ όλα. Ζητάει πέναλτι. Απαιτεί πέναλτι. Σκούζουν και κάτι σαφρακιασμένες γκρούπις του σε στυλ «το σκότωσες το παιδί» – σιγά μη του χάλασα και τη χωρίστρα κάμπιες, είναι και όμορφος σαν κατσαρίδα ο μπαγάσας.

Δεν γινόταν τίποτα. Το πέναλτι δόθηκε.

Το σκορ είναι 3-2 υπέρ μας. Ουσιαστικά, το παιχνίδι έχει λήξει, το πέναλτι θα εκτελεστεί σε νεκρό χρόνο. Αν το βάλουν ισοβαθμούμε -έχουν καλύτερο συντελεστή τερμάτων. Άρα σηκώνουν αυτοί την κούπα κι αντίο ζωή. Πανικός, ομίχλη και δέκα οκάδες ξεφτίλα έκαστος. Και το κύπελο να περιμένει τον πρώτο, ο δεύτερος λινάτσα σκέτη. Φαντάζεσαι το άγχος μας, έτσι;

Ο Ηλίας ετοιμάζεται να χτυπήσει το πέναλτι. Οι άδειες για ανάσα έχουν ανακληθεί επ’ αόριστον. Δεν ακούγεται τίποτα. Ο Νίκος βυθίζει το βλέμμα του στο δικό του. Τον ζυγίζει. Τον βγάζει λειψό. Ο Ηλίας σουτάρει. Η μπάλα πηγαίνει με ταχύτητα στο γάμα. Ο Νίκος κάνει μια εκτίναξη που θα έκανε τον Ντασάεφ να αλλάξει επάγγελμα. Με τα ακροδάχτυλα βρίσκει την μπάλα ελάχιστα, μα αρκετά για να της αλλάξει πορεία.

Η μπάλα χτυπά στο οριζόντιο δοκάρι. Το κεφάλι του Νίκου χτυπά στο οριζόντιο δοκάρι. Ο θόρυβος σπάει τη σιωπή. Η μπάλα βγαίνει έξω.

Κανείς μας δεν πανηγυρίζει. Στήνουμε πανικόβλητοι έναν κύκλο πάνω από το Νίκο. «Τι έγινε ρε καριόλη; πέθανες από τώρα, γαμώτη μου; Σήκω πάνω ρε σκυλί, δεν έχεις ανάγκη εσύ! Σήκω γαμώ το ξεστάβρι μου μέσα, τι αηδίες είναι αυτές τώρα;». Ο Νίκος σηκώνεται, φοράει ένα κινγκ σάιζ χαμόγελο και ρωτά, «μαλάκες, δεν πέρασε η μπάλα τη γραμμή, ε; Κερδίσαμε;».

Ακολουθεί πανζουρλισμός, με καρικατούρα απονομές, μπυροποσίες περιπτερίσιες νουμεράδα , μέσα από το κύπελο, τα κορίτσια της γειτονιάς μας (κι όχι μόνο) σχεδόν μας ζητάνε αυτόγραφα και το όλο πανηγύρι καταλήγει με τον Νίκο στους ώμους να αποθεώνεται, να τον πετάμε στον αέρα και να τον πιάνουμε – είμαι βέβαιος πως αν γνωρίζαμε τότε τι είναι το γιούμαν γουέηβ θα το προσπαθούσαμε κι αυτό!

Μετά ήρθε η σιωπή.

Ο Νίκος έγινε μπάτσος. Οι δρόμοι μας όμως είχαν χωρίσει πρωτύτερα. Για διάφορους κι αδιάφορους λόγους. Τον βρήκα τις προάλλες σε ένα μαγαζί με ηλεκτρολογικά είδη. Είναι πάνω από 120 κιλά, δεν έχει ούτε μια σκούρη τρίχα στο κεφάλι του. Του θύμισα την ιστορία. Μια ολόκληρη εποχή που τη ρουφήξαμε έως το μεδούλι, σαν έρωτα της μιας βραδιάς – που όταν σβήσει η πανσέληνος, το κορίτσι γίνεται κολοκύθα κι εσύ κοιτάς αμήχανα τις άδειες σου τσέπες. Στιγμιαία, τα μάτια του φώτισαν από ζωή – ξανάγινε 55 κιλά, τα μαλλιά του λαμπύριζαν καστανόξανθα – ήμασταν 11 χρονών και ήταν όλα υπέροχα.

Ξέρεις κάτι; Ο Νίκος όταν χτύπησε στο δοκάρι, σκοτώθηκε. Αυτός που έζησε ήταν κάποιος άλλος που του έμοιαζε. Για λίγα χρόνια. Μετά χάθηκε κι αυτός. Απέμεινε κάποιος απλώς με το ίδιο όνομα στην ταυτότητά του.

Για αυτό θυμήθηκα τον Κλέοβι και τον Βίτωνα.

Ο Ηλίας έγινε πρωταθλητής, έπαιξε σε μεγάλες ομάδες, έβγαλε παρά με ουρά, για να τη σετάρει με την ουρά του παρά που είχε ήδη. Και παραμένει πάντα όμορφος σαν κατσαρίδα.   

Τα πνευματικά δικαιώματα του έργου ανήκουν στον συγγραφέα του. Για αναδημοσίευση, αναπαραγωγή ή άλλου είδους επεξεργασία του κειμένου θα πρέπει ο ενδιαφερόμενος να ζητήσει την άδεια του συγγραφέα του.

4.5 2 votes
Article Rating
Subscribe
Notify of
guest
1 Comment
Newest
Oldest Most Voted
Inline Feedbacks
View all comments
Ταχ Μαν Τσι Βουδιστής Φιλόσοφος Ταβανιστής
Ταχ Μαν Τσι Βουδιστής Φιλόσοφος Ταβανιστής
3 years ago

Πάρα πολύ ωραίο κείμενο! Γιάννη ζωντάνεψες μια εποχή (και δεν εννοώ χρονολογική) που σαν ζόμπι επιστρέφει νεκροζώντανη για να χλευάσει εμάς που περνάμε έξω από το αρχαιολογικό μουσείο και βλέπουμε τα όνειρά μας στις προθήκες να γελάνε με τα χάλια μας καθώς περιμένουν να ξυπνήσουν σε μία νέα πραγματικότητα! Είναι… Read more »