Συγγραφέας του άρθρου: Αναστασία Καραβασιλείου
Η περιοχή της αρχαίας Θεσσαλονίκης (κατά μια εκδοχή της Θέρμης)[1]
Η περιοχή γύρω από τον μυχό του Θερμαϊκού κόλπου, μέχρι τις λίμνες του Λαγκαδά, ονομαζόταν κατά τους αρχαίους χρόνους Μυγδονία. Οι παλαιότεροι κάτοικοι της περιοχής θα πρέπει να ήταν αρχαία θρακικά φύλα, που ονομάζονταν Μύγδονες. Πιθανόν, οι Μύγδονες ίδρυσαν και κατοίκησαν τους οικισμούς μέσα και γύρω από τη Θεσσαλονίκη (Βοκοτοπούλου, 1986, Χριστιανόπουλος, 1991).
Κατά την Προϊστορία, οι οικισμοί βρίσκονταν πάνω σε τούμπες (δηλαδή πάνω σε μικρούς τεχνητούς λόφους) ή εκτείνονταν σε πεδιάδες. Οι δεκαπέντε τούμπες που έχουν βρεθεί στην ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης είναι:
Άνω Τούμπα Καραμπουρνάκι Λεμπέτ Σταυρούπολη (από το 3.500 π.Χ.) Διαβατά Σίνδος Ρετζίκι Πυλαία | Σέδες Μαντζάρηδες Βασιλικά Αεροδρόμιο Μίκρας Νέο Ρύσιο Τρίλοφος (η) Αίνεια (Μεγάλο Καραμπουρνού) |
(Χριστιανόπουλος, 1991).
Σημεία-σταθμοί σχετικά με την ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης στα αρχαία χρόνια
1000 π.Χ. περίπου: ιδρύθηκε στη δυτική πλευρά του Θερμαϊκού μία πόλη με το όνομα Τίνδη από τους Μύγδονες, που στα θρακικά σημαίνει «Θέρμη» και αποτέλεσε αργότερα κέντρο διονυσιακής λατρείας.
Πιθανόν κατά τον 7ο αι. π.Χ.: η Τίνδη μετονομάστηκε σε Θέρμη. Μάλλον πριν τη Μακεδονική κατάκτηση. Οι Μακεδόνες την έλεγαν στη διάλεκτό τους Θέρμα (από όπου και η ονομασία του Θερμαϊκού). Μάλλον ο εξελληνισμός της Θέρμης ξεκίνησε επίσης πριν την έλευση των Μακεδόνων, με τη δημιουργία μεικτών πληθυσμών.
Πιθανόν 6ος αι. π.Χ.: η Τίνδη/Θέρμη κυριεύτηκε από Μακεδονικά φύλα επί Αμύντα Α’ (540-498 π.Χ.). Υπάρχει κι άποψη ότι αυτό έγινε επί Περδίκκα Α’ (700-652 π.Χ.), αλλά δεν έχει τόσο δυνατά ερίσματα. Μάλλον γύρω στο 500 π.Χ. εντάσσεται στο Μακεδονικό βασίλειο, καθώς ως τότε έκοβε δικά της.
Η Θέρμη-σημερινή Θεσσαλονίκη διατηρούσε ως πόλη-λιμάνι σχέσεις με τους αρχαίους Αθηναίους, τους Ίωνες και τις αποικίες των ελληνικών πόλεων-κρατών της νότιας Ελλάδας στη Χαλκιδική νομίσματα ως αυτόνομη πόλη.
Κατά τον 6ο αι. π.Χ. αναφέρεται από τον Εκαταίο τον Μιλήσιο ανάμικτος πληθυσμός.
Δεν γνωρίζουμε αν η αρχαία πόλη της Θέρμης-Θεσσαλονίκης ήταν οχυρωμένη. Βεβαιωμένες οχυρώσεις έχουμε από την εποχή του Περδίκκα Β’ (448-413 π.Χ.) και του Αρχελάου (413-399 π.Χ.). Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου (431-404 π.Χ.) η πόλη ήταν οχυρωμένη (Θουκυδίδης, Ι, 61,2).
Σταδιακά, η μικρή θρακική πόλη Θέρμη μετατράπηκε σε ισχυρή πόλη-λιμάνι. Όταν ιδρύθηκε η Θεσσαλονίκη από τον Κάσσανδρο (316-315 π.Χ.), ο όρος Θέρμη χρησιμοποιείται κάποιες φορές για να ονομαστεί η Θεσσαλονίκη, άλλοτε για να αναφερθούν στην προϊστορία της Θεσσαλονίκης κι άλλοτε, για να διακριθούν δύο διαφορετικές πόλεις (η Θεσσαλονίκη και η Θέρμη). Αυτό συνέβαινε τόσο με τους Έλληνες συγγραφείς, όσο και με τους Ρωμαίους και τους Βυζαντινούς αργότερα (Βοκοτοπούλου 1986, Χριστιανόπουλος, 1991).
Αναφορές του ονόματος Θέρμη σε αρχαίους συγγραφείς:
Εκαταίος ο Μιλήσιος (545-475 π.Χ.): στον Θερμαϊκό κόλπο δύο πόλεις: Η Θέρμη με Έλληνες και Θράκες και η Χαλάστρα μόνο με Θράκες.
Ηρόδοτος (484-410 π.Χ.): αναφέρει πολλά στοιχεία και λεπτομέρειες για τη Θέρμη, κατά τους Περσικούς πολέμους.
Το 480 π.Χ. ο Ξέρξης συγκέντρωσε στη Θέρμη όλες τις χερσαίες και ναυτικές δυνάμεις (πάνω από ένα εκατομμύριο άνθρωποι), πριν εξορμήσει κατά των Αθηναίων. Στρατοπέδευσαν από τη Θέρμη ως τον Αλιάκμονα. Η αναχώρηση των Περσικών στρατευμάτων από τη Θέρμη κράτησε 11 μέρες (Ηρόδοτος Ζ, 121, 123-24, 127-28, 183)
Θουκυδίδης (470-394 π.Χ.): η Θέρμη κατά τον Πελοποννησιακό πόλεμο: στην αρχή του πολέμου (Ποτιδαϊκά), η Θέρμη καταλήφθηκε από τον Αθηναίο στρατηγό Αρχέστρατο, που με 1000 οπλίτες την πήρε από τον Περδίκκα Β’. Ακολούθησε τριετής αθηναϊκή κατοχή (431-429 π.Χ.). Τελικά, οι Αθηναίοι την παρέδωσαν στους Μακεδόνες, στα πλαίσια της μεταξύ τους συμμαχίας (οι Μακεδόνες εντάχθηκαν στην Αθηναϊκή Συμμαχία).
Αισχίνης (389-314 π.Χ.): στον λόγο του «Περί Παραπρεσβείας» αναφέρεται στους πολέμους των διαδόχων του Περδίκκα Γ’.
360 π.Χ. (σε μια από τις φάσεις του πολέμου αυτού): ο Παυσανίας κατέλαβε τη Θέρμη, αφού σφετερίστηκε τον Μακεδονικό θρόνο και την κράτησε για επτά χρόνια.
353π.Χ.: Ο Αθηναίος στρατηγός Ιφικράτης την απέδωσε στον Φίλιππο Β’ (τον πατέρα του Αλεξάνδρου).
Σκύλαξ Καρυανδεύς (360 ή 330 π.Χ.): συνέγραψε ένα εγχειρίδιο γεωγραφίας, όπου αναφέρεται ότι η Θέρμη είναι πόλη, που βρίσκεται μετά τους ποταμούς Αξιό και Εχέδωρο (GGM, 66).
[Πηγή: Χριστιανόπουλος 1991, σελ. 18-21]
ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΑ ΕΥΡΗΜΑΤΑ
Προϊστορική Κοιλάδα του Ανθεμούντα
Η περιοχή που ονομάζεται κοιλάδα του Ανθεμούντα και περιλαμβάνει τις περιοχές ανατολικά της Θεσσαλονίκης, τη Θέρμη, τα Βασιλικά και ανατολικότερα, κατοικείται από τα προϊστορικά χρόνια.
Οι πρώτοι προϊστορικοί οικισμοί που έχουν ανασκαφεί προέρχονται από τη μέση νεολιθική εποχή (από το 5.000 π.Χ.) και φτάνουν ως την Εποχή του Χαλκού (από το 3.000-1.100 π.Χ.). Η περιοχή δεν έπαψε να κατοικείται και στην Εποχή του Σιδήρου (1.000 π.Χ. και μετά) (Γραμμένος, 1994). Οι οικισμοί αυτοί, οργανωμένοι σε τούμπες, συνδέονταν διαχρονικά με τον Μυκηναϊκό, τον Ιωνικό και τον Αττικό (στα αρχαία ιστορικά χρόνια) πολιτισμό (Χριστιανόπουλος, 1991). Κατά την Προϊστορία, αυτοί οι οικισμοί θα πρέπει να ήταν ξεχωριστοί και κατόπιν να ενώθηκαν, αποτελώντας τους συνοικισμούς μιας πόλης (Χουρμουζιάδης, 1985).
Τα πλεονεκτήματα αυτής της κοιλάδας είναι ότι διαθέτει άμεση και εύκολη πρόσβαση προς όλες τις πλευρές και προς τη θάλασσα, είναι εξαιρετικά εύφορη, μπορεί να αρδευτεί εύκολα και είναι πλούσια σε πλουτοπαραγωγικές πηγές (Σιούντα, 2017).
Τα αρχαιολογικά ευρήματα αυτής της περιόδου είναι ό,τι απέμεινε από τις ανθρώπινες δραστηριότητες: επιχώσεις, υπολείμματα σπιτιών και φραχτών, κεραμική, οστά, όστρεα (κοχύλια), μικροαντικείμενα (π.χ. εργαλεία) κλπ. (Σιούντα, 2017)
Το φυσικό περιβάλλον της κοιλάδας του αρχαίου ποταμού Ανθεμούντα, που σήμερα είναι η κοιλάδα των Βασιλικών, χαρακτηρίζεται από πεδιάδες και χαμηλά βουνά (ημιορεινή περιοχή). Οι εκβολές του ποταμού έκαναν τα εδάφη πλούσια, με αποτέλεσμα η περιοχή να κατοικείται από τη Νεολιθική Εποχή (Σιούντα, 2017).
Τα φυσικά σύνορα της κοιλάδας του Ανθεμούντα είναι ο ορεινός όγκος του Χορτιάτη/Κισσού στα βόρεια, η πιο χαμηλή οροσειρά του Καλαύρου, της Κατσίκας και του Βάβδου στα νότια, το όρος Χολομώντας/ Υψίζωνος και ο ποταμός Ολύνθιος στα ανατολικά, ο Θερμαϊκός κόλπος στα δυτικά. Ο ποταμός Ανθεμούντας πηγάζει από τα ρέματα της Γαλάτιστας και συγκεντρώνει τα νερά των ρεμάτων της Περιστεράς και του Λιβαδιού. Εκβάλλει δε στον Θερμαϊκό κόλπο (Σιούντα, 2017).
Η αρχαία κοιλάδα του Αμθεμούντα γειτόνευε με τη Μυγδονία και τον Κισσό στα βόρεια και δυτικά, με την Κρουσίδα στα δυτικά και νότια, με τη Βοττική και τη Χαλκιδική στα νοτιοανατολικά (Σιούντα, 2017).
Είναι φανερό ότι αυτή η μικρής έκτασης περιοχή, που διέθετε εύφορα εδάφη, ακτές στον Θερμαίο (Θερμαϊκό) και δάση στην ενδοχώρα, βρισκόταν σε ένα κομβικό σημείο, όπου συναντιούνταν χερσαίες διασυνδέσεις και συνέδεαν τη Μυγδονία (Θέρμη) με την παραλία και μεσόγαια Χαλκιδική (Όλυνθο). Παραλιακά δεν υπήρχαν δρόμοι (καρδία, Νέο Ρύσιο, Άνω Σχολάρι, Μεσημέρι), αλλά το οδικό δίκτυο της αρχαιότητας βρισκόταν στην ενδοχώρα και συνέδεε τη Σουρωτή, το Μονοπήγαδο, τον Άγιο Αντώνιο, τη Γαλάτιστα, τον Βάβδο και τον Πολύγυρο. Το δίκτυο αυτό επέτρεπε τις ανταλλαγές και εξασφάλιζε τα απαραίτητα για την ευημερία και μακροβιότητα της κατοίκησης στην περιοχή (Σιούντα, 2017).
Διακρίνεται σε άνω κοιλάδα (ανατολικό τμήμα, Γαλάτιστα, Γαλαρίνό), που είναι πιο λοφώδες και δύσβατο και σε κάτω κοιλάδα (δυτικό και κεντρικό τμήμα της λεκάνης), που είναι το πιο επίπεδο και εύφορο (Σιούντα, 2017).
Νεολιθικοί οικισμοί
Οι νεολιθικοί οικισμοί της περιοχής είναι:
- Επίπεδος οικισμός στο Κυπαρίσσι Βασιλικών/Κυπαρρίσι/Τσιφλίκι (Βασιλικά Γ)
- Επίπεδος Νεολιθικός οικισμός Θέρμης (Θέρμη Β)
Είναι διάσπαρτοι στα βόρεια και στα νότια του ποταμού στην κοιλάδα. Επίπεδοι οικισμοί, που καταλαμβάνουν τεράστιες εκτάσεις, είναι αυτοί που βρίσκονται στο ίδιο ύψος με τον χώρο που τους περιβάλλει. Τέτοιοι επίπεδοι οικισμοί εντοπίζονται σε όλη τη Βαλκανική. Έχουν έκταση 100, 200 ή και πολύ περισσότερα στρέμματα. Ίσως δεν κατοικούνταν συγχρόνως σε όλη την έκτασή τους. Ίσως ήταν αραιοκατοικημένοι και ενδιάμεσα οι χώροι χρησιμοποιούνταν για καλλιέργειες (Γραμμένος, 1997, Παππά, 2015, Σιούντα, 2017).
- Επίπεδος οικισμός στο Κυπαρίσσι Βασιλικών/Κυπαρίσσι/Τσιφλίκι (Βασιλικά Γ):
Επίπεδος οικισμός της Μέσης και Ύστερης Νεολιθικής, που συνεχίζει να κατοικείται και στην Εποχή του χαλκού και στα ιστορικά χρόνια, μέχρι τη βυζαντινή και οθωμανική περίοδο. Εντοπίστηκε 2,5χλμ. βορειοδυτικά του χωριού των Βασιλικών. Μέσα από τον αρχαιολογικό χώρο περνάει ο δρόμος προς τον Πολύγυρο, στο ύψος της στροφής προς Περιστερά. Ο οικισμός έχει ένα ψηλότερο τμήμα και χαμηλότερο επίπεδο. Δίπλα στον Νεολιθικό οικισμό βρισκόταν η τούμπα της Εποχής του Χαλκού (Σιούντα, 2017).
Ο Δημήτριος Γραμμένος που ανέσκαψε την περιοχή (1980-1983) εντόπισε λίθινες θεμελιώσεις κτιρίων με ανωδομές από πλίνθους, δάπεδα και θερμικές κατασκευές. Ο Γιώργος Ανδρέου (2011-2012) διερεύνησε εκ νέου την περιοχή και κατέγραψε συστηματικά όλα τα ευρήματα. Δεν εντόπισε οικοδομικά λείψανα, αλλά κυρίως λάκκους. Δίπλα στον οικισμό βρισκόταν πιθανότατα ένα προϊστορικό λατομείο, από όπου έπαιρναν πυριτόλιθο, για να κατασκευάσουν τα εργαλεία τους (Σιούντα, 2017).
Νεολιθική εποχή: Θέρμη Β:
Επίπεδος είναι ο οικισμός, που ανασκάφηκε ανατολικά των σημερινών νεκροταφείων της Θέρμης (Θέρμη Β). Ο οικισμός αυτός ήταν περίπου 100 στρέμματα. Ανάλογοι οικισμοί στα Βασιλικά και στη Γαλάτιστα (Αγία Παρασκευή) είχαν μεγαλύτερο μέγεθος, αλλά δεν έχουν ανασκαφεί πλήρως (Γραμμένος, 1997).
Ανασκαφές στη Θέρμη:
Δύο ανασκαφικές περίοδοι: 1987 και 1989
Ευρήματα: κεραμική, λιθοτεχνία, παλαιοζωολογία (οστά ζώων), παλαιοβοτανολογία (σπόροι φυτών), όστρεα, οστέινα εργαλεία, καθημερινά μικροαντικείμενα, πήλινα ειδώλια.
Διεπιστημονική συνεργασία: οι ερευνητές προσπαθούν να αποκαλύψουν όσο το δυνατόν περισσότερες πτυχές της καθημερινής ζωής.Απουσία γραπτών μνημείων
Οικισμοί της Εποχής του Χαλκού
Οι οικισμοί της Εποχής του Χαλκού βρίσκονται πάνω σε τούμπες (λοφώδεις περιοχές της κοιλάδας) και είναι οι εξής:
- Τούμπα Αγίας Παρασκευής Βασιλικών
- Τούμπα Μεταμόρφωσης Βασιλικών
- Τούμπα Περιστεράς, Αμαλάρα
- Τούμπα Αγγελάκη Αγίας Παρασκευής
- Οικισμός στο Φράγμα Βασιλικών
- Τούμπα Θέρμης (Θέρμη Α)
Οι οικισμοί σε τούμπες, δηλαδή σε γηλόφους, δημιουργούνται από τη συσσώρευση χώματος και άλλων υλικών από την ανθρώπινη δραστηριότητα. Οι λόφοι αυτοί είναι τεχνητοί (όχι φυσικοί) και προέρχονται από την συνεχή κατοίκηση στο ίδιο σημείο. Ονομάζονται και «τράπεζες». Οι οικισμοί σε λόφους είναι περιορισμένης έκτασης, όσης επιτρέπει ο ίδιος ο λόφος (Γραμμένος, 1997).
- Οικισμός Τούμπα Αγίας Παρασκευής Βασιλικών (Βασιλικά Α):
Αρχίζει να κατοικείται από την πρώιμη Εποχή του Χαλκού και συνεχίζει και στα ιστορικά χρόνια (Εποχή Σιδήρου). Βρίσκεται στα Νοτιοανατολικά της κοιλάδας, στη βόρεια όχθη του Ανθεμούντα, 200μ. από αυτόν. Απέχει 1χλμ. από τα σύγχρονα Βασιλικά, περίπου 1,5 χλμ. ανατολικά της τούμπας Λουτρών Θέρμης και 1,5 χλμ. δυτικά της τούμπας Μεταμόρφωσης Βασιλικών. Από τα δυτικά της τούμπας περνάει ρέμα με κατεύθυνση τον Ανθεμούντα. Στην κορυφή της τούμπας βρίσκεται η εκκλησία της Αγίας Παρασκευής (Παππά, 2015, Σιούντα 2017).
- Τούμπα Μεταμόρφωσης Βασιλικών (Βασιλικά Β):
Ανήκει στην Πρώιμη Εποχή του Χαλκού. Απέχει 1χλμ ανατολικά της εισόδου του χωριού των Βασιλικών, 350μ. από την τωρινή κοίτη του Ανθεμούντα και 1,5χλμ. ανατολικά της τούμπας της Αγίας Παρασκευής Βασιλικών. Είναι χαμηλή, γύρω της υπάρχουν θερμοκήπια και στις παρυφές της δέντρα (Παππά, 2015, Σιούντα, 2017).
- Τούμπα Περιστεράς, Αμαλάρα:
Χρονολογείται από την Εποχή του Χαλκού. Συνεχίζει να κατοικείται στα ιστορικά χρόνια (αρχαϊκή, κλασική, ελληνιστική, ρωμαϊκή, βυζαντινή περίοδος). Βρίσκεται 3 χλμ. νοτιοδυτικά της Περιστεράς και 800μ. δυτικά από τον δρόμο Βασιλικών-Περιστεράς. Παλιότερες ανασκαφές είχαν εντοπίσει την ύπαρξη ενός ή δύο οικισμών. Ωστόσο, οι σύγχρονες έρευνες ανέδειξαν τρεις ξεχωριστούς αρχαιολογικούς χώρους:
Α) Μία τούμπα της Εποχής του Χαλκού στην ανατολική πλευρά του ρέματος της Περιστεράς.
Β) Μια τράπεζα της Εποχής του Σιδήρου, στην απέναντι όχθη, δυτικά του ρέματος της Περιστεράς.
Γ) Ένα τριγωνικό πλάτωμα, νότια της τράπεζας, όπου εξαπλώθηκε η κατοίκηση, στην ίδια χρονική περίοδο με την τράπεζα. Οι κάτοικοί του προσπάθησαν να διαμορφώσουν την πλαγιά σε άνδηρα (ταράτσες) (Παππά, 2015, Σιούντα, 2017).
Στην τούμπα και στην τράπεζα βρέθηκαν κατάλοιπα από τοίχος λίθινους και πλίνθινους, δάπεδα και κεραμική. Το φυσικό έδαφος παρουσιάζει υψομετρικές αυξομειώσεις. Επίσης, η έρευνα αποκάλυψε και στοιχεία για εξόρυξη χρυσού στην περιοχή. Στην ευρύτερη περιοχή της Περιστεράς εντοπίστηκαν σημαντικά ταφικά ευρήματα (επιτύμβιες στήλες). Η περιοχή παρουσιάζει εξαιρετικό αρχαιολογικό ενδιαφέρον, αλλά δεν έχει διερευνηθεί πλήρως και στο μέλλον αναμένεται να αποκαλύψει σημαντικά στοιχεία (Παππά, 2015, Σιούντα, 2017).
- Τούμπα Αγγελάκη Αγίας Παρασκευής
Χρονολογείται από την Ύστερη Εποχή του Χαλκού και συνεχίζει να κατοικείται κατά την αρχαϊκή, κλασική και ελληνιστική περίοδο. Ο αρχαιολογικός χώρος δεσπόζει στους βορειοδυτικούς πρόποδες του ημιορεινού όγκου του Καλαύρου. Απέχει 2χλμ. από τη νότια όχθη του Ανθεμούντα. Είναι ορατός από διάφορα σημεία. Απέχει 1 χλμ. βορειοδυτικά του σύγχρονου οικισμού της Αγίας Παρασκευής και 700μ. νοτιοδυτικά του αρχαϊκού νεκροταφείου. Βρίσκεται στη θέση Αυλές (Παππά, 2015, Σιούντα, 2017).
Η τεχνητή τράπεζα έχει απότομα πρανή, επίπεδη κορυφή και διαμορφώνεται σε δύο επίπεδα, από τα οποία το νότιο είναι ψηλότερο και μεγαλύτερο από το βόρειο. Στα ανατολικά και νότια περνάει ρέμα. Η περιοχή στα βόρεια είναι πεδινή και εύφορη, ενώ στα νότια λοφώδης και καλλιεργήσιμη. Εντοπίστηκε περίβολος στα βόρεια και δυτικά, που προερχόταν από το αρχαϊκό νεκροταφείο και αρχιτεκτονικά κατάλοιπα της κλασικής εποχής (Παππά, 2015, Σιούντα, 2017).
Στην ευρύτερη περιοχή, στη θέση Μεγάλη Τούμπα, 3,5 χλμ. βορειοανατολικά του χωριού, εντοπίστηκε θέση με βυζαντινά λείψανα στην κορυφή της, που κατοικήθηκε από τα νεολιθικά χρόνια, ενώ στη θέση Μικρή Τούμπα, 800 μ. νότια της προηγούμενης και 3,5 χλμ. βορειοανατολικά του σύγχρονου χωριού, ανασκάφηκε μακεδονικός τάφος με δύο θαλάμους, από το τέλος του 4ου αι. π.Χ. (Παππά, 2015, Σιούντα, 2017).
- Οικισμός στο λόφο του Φράγματος Βασιλικών/Φράγμα
Ο αρχαιολογικός χώρος βρίσκεται στα βορειοανατολικά άκρα και το βόρειο τμήμα της κοιλάδας σε αντιστοιχία σχεδόν με τους λόφους της Σουρωτής. Απέχει 1χλμ βορειοανατολικά των Βασιλικών, κοντά στις θέσεις Μαυρότοπος ή Μεταλλεία (Παππά, 2015, Σιούντα, 2017).
Είναι ένα στρατηγικό σημείο, που ελέγχει τα ορεινά περάσματα προς τον Χορτιάτη, την Περιστερά, το Λιβάδι και πλαισιώνεται από δύο ρέματα. Στα ανατολικά της κορυφής του οικισμού εντοπίστηκαν κατάλοιπα οχυρωματικού περιβόλου, ενώ στα νότια του οικισμού εντοπίστηκε εγκαταλελειμμένο λατομείο εξόρυξης πυριτόλιθων (Παππά, 2015, Σιούντα, 2017).
- Τούμπα Θέρμη Α:
Η Θέρμη Α βρίσκεται αμέσως ανατολικά της Θέρμης Β, πάνω στο λόφο (τούμπα). Ίσως κατοικούνταν από τη Νεολιθική και συνέχισε να κατοικείται στην εποχή του Χαλκού και κατόπιν μέχρι την ελληνιστική και τη μεσοβυζαντινή εποχή (Γραμμένος, 1997).
Στον οικισμό βρέθηκαν μεγάλοι λιθόστρωτοι χώροι, σαν πλατείες, που μάλλον ήταν δημόσιοι, κοινόχρηστοι. Οι χώροι αυτοί δεν χρησιμοποιούνταν από μια οικογένεια, αλλά από όλη την κοινότητα, για διάφορες εργασίες: κατεργασία οστών και πυριτόλιθου και άλλες (Γραμμένος, 1997).
Τα σπίτια φαίνεται ότι ήταν ορθογώνια ή τραπεζοειδή, πασσαλόπηκτα, με πλεγμένα κλαδιά ανάμεσα στους πασσάλους και δίρριχτες ή τετράρριχτες στέγες. Το εσωτερικό τους ήταν μονόχωρο. Εκτός από πασσαλόπηκτα, ήταν και πληνθόκτιστα, τουλάχιστον μέχρι ένα ορισμένο ύψος, με λίθινη υποδομή (Γραμμένος, 1997).
Η κεραμική είναι όπως στην υπόλοιπη Μακεδονία και στη Θεσσαλία, αλλά όχι με τόση ποικιλία. Το συνηθισμένο είναι να δημιουργούνται μοτίβα πάνω σε φαιό, καστανό, κοκκινωπό ή κιτρινωπό φόντο. Η διακόσμηση είναι λευκή, καφέ ή μαύρη, ανάλογα με το φόντο. Υπάρχει επίσης εγχάρακτη διακόσμηση. Σπάνια είναι η γραπτή ή ανάγλυφη απόδοση ανθρώπινων μορφών (Γραμμένος, 1997).
Τα ειδώλια είναι σχεδόν αποκλειστικά από πηλό. Παριστάνουν ανθρώπους, ζώα, διάφορα αντικείμενα, ακόμοι και αναπαταστάσεις οικιών. Τα περισσότερα από τα 16 ειδώλια της Θέρμης Β (Νεολοθική) είναι ανθρωπόμορφα και σώζονται αποσπασματικά (Γραμμένος, 1997).
Η λθιοτεχνία είναιη κατασκευή αντικειμένων από λίθο, κυρίως εργαλείων. Η πιο συνηθισμένη μορφή λίθινων εργαλείων είναι από πυριτόλιθο και χαλαζία. Στην ευρύτερη περιοχή, τα περισσότερα προέρχονται από τα Βασιλικά, από ορυχείο, 3 χλμ. νότια της Περιστεράς. Τα εργαλεία τα κατασκεύαζαν, όπως φαίνεται, μέσα στα όρια του οικισμού της Θέρμης Β (Γραμμένος, 1997).
Τα εργαλεία της Θέρμης Β ήταν από ίασπι ή κερατόλιθο (είδος πυριτόλιθου). Κατασκευάζονταν λεπίδες, ξέστρα κ.ά., που προσαρμόζονταν σε ξύλινα στελέχη και χρησίμευαν ως δρεπάνια, μαχαιρίδια κλπ. Παρόμοια ήταν και τα εργαλεία από οστά ζώων, κυρίως αιχμηρά, για να τρυπούν δέρματα κ.ά. (Γραμμένος, 1997)
Τα οστά ζώων που βρέθηκαν ήταν κυρίως αιγοπρόβατα, χοίροι, βοοειδή και ελάχιστα είδη από κυνήγι.
Οι σπόροι που διατηρήθηκαν προέρχονται από δημητριακά (μονόκοκκο, δίκοκκο σιτάρι, κριθάρι), λίγα όσπρια, σπόρος σταφυλιού, βατόμουρου και τσικουδιάς.
Τα όστρεα που βρέθηκαν προέρχονταν από μια μεγάλη ποικιλία από μαλάκια και χρησίμευσαν για την κατασκευή κοσμημάτων. Τα μαλάκια αυτά συλλέγονταν από τις πιο κοντινές ακτές του οικισμού.
Γενικώς, οι οικισμοί της Θέρμης και των Βασιλικών φαίνεται ότι δεν έκαναν ανταλλαγές αγαθών με άλλους οικισμούς, καθώς είχαν μεγάλη αυτάρκεια πλουτοπαραγωγικών πηγών και είχαν μια καλά οργανωμένη ζωή, που δεν θα πρέπει να αντιμετώπιζε μεγάλα εμπόδια και δυσκολίες (Γραμμένος, 1997).
Ανασκαφές στη Θέρμη:
Κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου: μικρής έκτασης κάθετη τομή στο κέντρο της τούμπας, σε βάθος 15μ. και άλλες δύο συμπληρωματικές στα πλάγια.
Τις έρευνες αυτές έκανε ο Γάλλος αξιωματικός Rey. Στην δημοσίευσή του δεν αναφέρει λεπτομέρειες. Ανάλογη τομή είχε κάνει και στον οικισμό της Γόνας (στη διασταύρωση για το αεροδρόμιο), όπου εντοπίστηκε συνεχής κατοίκηση από την Εποχή του Χαλκού ως τη Βυζαντινή Εποχή. Μάλλον ήταν λιμναίος οικισμός.
Ιστορικά Χρόνια: Κοιλάδα του Ανθεμούντα
Το κεντρικό γεγονός της ιστορικής περιόδου είναι η κατάκτηση της περιοχής από τους Μακεδόνες, που επεκτάθηκαν από την Πιερία και την Ημαθία προς τα ανατολικά. Την περιοχή του Ανθεμούντα διεκδίκισαν κι οι νότιοι γείτονές τους από τη Χαλκιδική. Για σύντομο χρονικό διάστημα φιλοξένησε τους εξόριστους Αθηναίους Πεισιστρατίδες (Σιούντα, 2017).
Οι Μακεδόνες υπέταξαν πολλές φυλές στο πέρασμά τους. Εγκαταστειμένοι αρχικά ανάμεσα στα Πιέρια, το Βέρμιο και τον Πάικο από το 800 ως το 650 π.Χ., εγκατέλειψαν τη νομαδική ζωή και υιοθέτησαν την γεωργική οικονομία. Βρίσκονταν υπό την εξουσία της οικογένειας των Τημενιδών, οι οποίοι με την αιτιολογία της θεϊκής καταγωγής τους έγιναν βασιλείς (Σιούντα, 2017).
Μεταξύ 513-510 π.Χ. ο Αμύντας Α΄ δήλωσε υποτέλεια στους Πέρσες κι εκείνοι του παραχώρησαν τις περιοχές ανατολικά του Αξιού, την Αμφαξάτιδα και τον Ανθεμούντα. Το μακεδονικό βασίλειο αναπτύχθηκε οικονομικά, καθώς προμήθευε με εφόδια, ιματισμό και εξαρτύσεις τους Πέρσες, την περίοδο που έμειναν στην περιοχή. Η αρχαιότερη αναφορά στον Ανθεμούντα χρονολογείται το 505 π.Χ. Είναι ένα απόσπασμα του Ηροδότου (Ιστορίαι, 5,94, Ι) και αναφέρει ότι ο Αμύντας επιθυμούσε να προσφέρει τον Ανθεμούντα ως τόπο που θα έβρισκε άσυλο ο εξόριστος Πεισιτρατίδης Ιππίας. Οι Θεσσαλοί του πρόσφεραν την Ιωλκό (Σιούντα, 2017).
Όταν εισέβαλαν οι Πέρσες στη Μακεδονία το 492 π.Χ, κατέλαβαν τη Θράκη και τη Μακεδονία (τότε η Θράκη και η Μακεδονία ονομάζονταν Θράκη) υπό την ηγεσία του Μαρδόνιου. Βασιλιάς των Περσών εκείνη την περίοδο ήταν ο Δαρείος Α’. Οι Παίονες ήταν πιθανότατα Θρακικό φύλο, που ζούσαν στις όχθες του ποταμού Στρυμώνα. Αντιστάθηκαν στους Πέρσες, με αποτέλεσμα να αποδυναμωθούν. Η αποδυνάμωση των Παιόνων έδωσε την ευκαιρία στους Μακεδόνες να επεκταθούν ανατολικότερα. Ο περσικός στόλος τελικά καταστράφηκε στο Όρος Άθως μετά από θαλασσοταραχή (Σιούντα, 2017).
Το 479 π.Χ. (σύμφωνα με πολλούς μελετητές), μετά την ήττα των Περσών και την αποχώρησή τους από τη Μακεδονία και την Ελλάδα, οι Μακεδόνες, που είχαν στο μεταξύ συγκεντρώσει μεγάλη δύναμη, επεκτάθηκαν αντολικότερα και κατέλαβαν και τον Ανθεμούντα. Ωστόσο, σύμφωνα με άλλους μελετητές, η κατάκτησή του έγινε αρκετά νωρίτερα· κατά Δήμιτσα το 540 π.Χ., κατά άλλους κάπως αργότερα, εφόσον ο Αμύντας τον παραχώρησε στον Ιππία. Σύμφωνα με τον C. Edson, ο Ανθεμούντας παραχωρήθηκε στον Ιππία ως πρόταση για κοινή κατάληψη της περιοχής κι οι Μακεδόνες τελικά τον κατέλαβαν μετά την απομάκρυνση των Περσών. Όπως και να έχει, η προσάρτηση του Ανθεμούντα στο Μακεδονικό βασίλειο δεν έγινε μετά από εκδίωξη ή εκτέλεση των κατοίκων του (Σιούντα, 2017).
Η επόμενη ιστορική αναφορά του Ανθεμούντα γίνεται από τον Θουκυδίδη (Ιστορίαι, 2,99,6 και 2,100,4), ο οποίος αναφέρεται στις κατακτήσεις των Αργεαδών, της επικρατούσας βασιλικής οικογένειας από το 700 ως ο 310 π.Χ., οι οποίοι ισχυρίζονται ότι κατάγονται από τον Δία και τον Ηρακλή. Στους Αργεάδες ανήκει και ο Φίλιππος Β’ (359–336 π.Χ.) και ο Αλέξανδρος Γ’ (ο μέγας) (336–323 π.Χ.). Οι Μακεδόνες κατείχαν τον Ανθεμούντα σε όλη τη διάρκεια του 5ου αι., αλλά στις αρχές του 4ου αι. π.Χ. (399 π.Χ.) δημιουργήθηκε μια περίοδος αστάθειας στην περίοδο βασιλείας του Αρχέλαου (413–399 π.Χ.). Κατά την περίοδο αυτή τον Ανθεμούντα διεκδίκησαν οι Χαλκιδείς, που η δύναμή τους είχε αυξηθεί (Σιούντα, 2017).
Ο Αμύντας Γ’ (393-370 π.Χ.) βρέθηκε αντιμέτωπος με τα στρατεύματα των Ιλλυριών υπό την ηγεσία του Βάρδυλι, κατά την περίοδο 393-383 π.Χ. Προκειμένου να τους αντιμετωπίσει, ο Αμύντας συμμάχησε με τους Ολύνθιους και τους παραχώρησε τον Ανθεμούντα και την ανατολική Μυγδονία μαζί με το δικαίωμα να παίρνουν ξυλεία από τα δάση. Όταν απομακρύνθηκε ο κίνδυνος των Ιλλυριών, ο Αμύντας ζήτησε πίσω τα εδάφη, αλλά δεν του τα παραχώρησαν οι Χαλκιδείς, οι οποίοι εισέβαλαν στη Μακεδονία και κατέλαβαν την Πέλλα. Ο Αμύντας ανακατέλαβε τα εδάφη του το 379 π.Χ. με τη βοήθεια των Λακεδαιμονίων (Σιούντα, 2017).
Το 368 π.Χ. ο Παυσανίας (φερόμενος ως νόθος γιος του Αρχέλαου, που βασίλεψε μεταξύ 413–399 π.Χ.) σφετερίστηκε τον μακεδονικό θρόνο κατέλαβε τον Ανθεμούντα, τη Θέρμη και τη Στρέψα, που τότε βρίσκονταν υπό την κατοχή των Αργεαδών. Ο Αμύντας είχε πεθάνει και η σύζυγός του Ευριδίκη και ο γιος του Αλέξανδρος ζήτησαν τη βοήθεια του αθηναίου Ιφικράτη, που βρισκόταν τότε στην Αμφίπολη. Τότε, τα άλλα δύο παιδιά της Ευρυδίκης, ο Περδίκκας Γ’ και ο Φίλιππος Β’ ήταν ανήλικοι. Ο Ιφικράτης εκδίωξε τον Παυσανία, αλλά υπάρχει μια πιθανότητα ο τελευταίος να κράτησε στην κατοχή του τον Ανθεμούντα ως το 364 π.Χ., όταν οι Αθηναίοι έστειλαν τον Τιμόθεο, συμμαχο του Περδίκκα, με ισχυρό στόλο (Σιούντα, 2017).
Ο Φίλιππος Β’, μεταξύ 357-356 π.Χ. παρέδωσε τον Ανθεμούντα στους Χαλκιδείς, ίσως επειδή δεν ήταν σε θέση να τον διατηρήσει εκείνη την περίοδο. Από το 348 π.Χ. και μετά, με την ολοκληρωτική καταστροφή της Ολύνθου, οι Μακεδόνες παίρνουν οριστικά τον Ανθεμούντα και υπό την ηγεμονία του Φιλίππου Β΄γίνονται πλέον ισχυρή δύναμη, κατακτώντας όλο τον ελλαδικό χώρο (Σιούντα, 2017).
Η τελευταία ιστορική αναφορά του Ανθεμούντα γίνεται το 333 π.Χ., όταν ένα τάγμα ιππικού των εταίρων από τον Ανθεμούντα συμμετείχε υπό τις διαταγές του Μ. Αλέξανδρου στη μάχη της Ισσού (Σιούντα, 2017).
Η Θέρμη κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο[2]
Με βάση αναφορές περιηγητών του 19ου, το χωριό Σέδες ταυτίστηκε με την αρχαία Θέρμη, σύμφωνα με μια εκδοχή. Τον Φεβρουάριο του 1938 έγινε ανασκαφή των τάφων του στρατιωτικού αεροδρομίου. Η ανασκαφή του 1981 στην «τράπεζα» αποκάλυψε ευρήματα της αρχαίας ιστορικής περιόδου. Τα επόμενα χρόνια οι ανασκαφές συνεχίστηκαν και το 1988 εντοπίστηκε το κεντρικό τμήμα του αρχαίου νεκροταφείου. Επειδή το αρχαίο νεκροταφείο βρισκόταν κάτω από την κατοικημένη περιοχή, υπέστη πολλές καταστροφές. Η ανασκαφή του δεν έχει ολοκληρωθεί (Ιγνατιάδου, 1997).
Οικισμός:
Ο οικισμός εντοπίζεται στην «τράπεζα» των ιστορικών χρόνων, στα ΒΑ του σημερινού οικισμού.
«Τράπεζα» Θέρμης: διαστάσεις 160Χ200 μ. και ύψος 10 μ. Το Βορειοανατολικό της άκρο είναι ένας χείμαρρος. Στην «τράπεζα» το 1987 αποκαλύφθηκε ελληνιστικό κτίριο (Ιγνατιάδου, 1997).
Ελληνιστικό κτίριο: η ανασκαφή του (που ξεκίνησε το 1987 και συνεχίστηκε το 1993) δεν έχει ολοκληρωθεί (Ιγνατιάδου, 1997).
Από το κομμάτι που αποκαλύφθηκε ως τώρα, φαίνεται αποτελεί ένα μεγάλο σύνολο δέκα χώρων (δωμάτια και διάδρομοι) με κοινούς τοίχους. Οι τοίχοι είναι χτισμένοι με αδούλευτες πέτρες και λάσπη ως συνδετικό υλικό. Το δάπεδο των χώρων αυτών ήταν, όπως φαίνεται, από πατημένο χώμα. Σε κάποια σημεία οι τοίχοι διακόπτονται, επειδή υπήρχαν θύρες με κατώφλια, ενισχυμένα με επίστρωση από πέτρες. Τα δύο από αυτά τα κατώφλια έχουν και παραστάδες από μεγάλες πέτρες. Ένας χώρος, ίσως ο κεντρικός, έχει δάπεδο στρωμένο με κροκάλες. Γι’ αυτό, θεωρείται υπαίθριος ή ημι-υπαίθριος χώρος που δεχόταν αυξημένη κίνηση. Ίσως ήταν η είσοδος ή εσωτερική αυλή (Ιγνατιάδου, 1997).
Στις επιχώσεις του κτιρίου βρέθηκε άφθονη κεραμική καθημερινής χρήσης, δηλαδή αβαφή αγγεία μεγάλου μεγέθους που χρησιμοποιούνταν για καθημερινές δραστηριότητες: χύτρες, πιθάρια, αμφορείς, λεκάνες, πινάκια (πιάτα), σκύφοι, κάνθαροι, ερυθροβαφή ή μελαμβαφή και σε ορισμένες περιπτώσεις μελανόμορφα ή ερυθρόμορφα. Βρέθηκαν ακόμη μικρά μεταλλικά αντικείμενα (π.χ. τμήματα όπλων και κοσμημάτων). Άλλα ευρήματα είναι και τα πήλινα λυχνάρια και δεκάδες χάλκινα νομίσματα, με βάση τα οποίο το κτίριο χρονολογήθηκε από τον 4ο αι. π.Χ. (Ιγνατιάδου, 1997).
Αρχαιολογικοί όροι:
Τράπεζα: χαμηλός, επιμήκης λόφος που συνήθως είναι θέση αρχαίου οικισμού. Δεν είναι φυσικό έξαρμα του εδάφους, αλλά σχηματίστηκε σταδιακά με τη δημιουργία και την ισοπέδωση επάλληλων οικοδομικών φάσεων.
Παραστάδες: πλευρικά μέρη της θύρας, που άλλες φορές χτίζονται και άλλες αποτελούνται από έναν μεγάλο λίθο.
Ερυθροβαφές αγγείο: αγγείο με κόκκινο χρώμα, συνηθισμένο σε όλη την αρχαιότητα.
Μελαμβαφές αγγείο: αγγείο με μαύρο γάνωμα, χαρακτηριστικό της εποχής.
Μελανόμορφα αγγεία: φέρουν μαύρες μορφές σε ανοιχτόχρωμο φόντο.
Ερυθρόμορφα αγγεία: φέρουν ερυθρές μορφές σε μαύρο φόντο, που δημιουργείται με το γάνωμα.
Σκύφος: είδος πλατιού ποτηριού με δύο οριζόντιες λαβές για την πόση κρασιού.
Κάνθαρος: είδος ποτηριού με δύο μεγάλες κάθετες λαβές για την πόση κρασιού, συνδέεται με τη λατρεία του Διονύσου.
Αρχαίο νεκροταφείο
Βρίσκεται μέσα στα δυτικά όρια του σημερινού οικισμού, 20 μ. ΝΔ από την «τράπεζα» των ιστορικών χρόνων, σε μια ήπιας κλίσης πλαγιά, προς την ακτή του Θερμαϊκού. Τα πιθανά του όρια είναι μεταξύ των οδών Ιασωνίδου, Χαλκιδικής και Μανδρίτσα. Στα ΝΔ του νεκροταφείου εντοπίστηκε ένας «δρόμος» από πατημένο χώμα, σε μήκος 16 μ. Οι πρώτοι τάφοι εντοπίστηκαν το 1988. Συνολικά αποκαλύφθηκαν 850 περίπου ταφές, που μας δίνουν πληροφορίες για τον τρόπο που διασπείρονται οι τάφοι, τη χρονολόγησή τους, τα κτερίσματα και τα ταφικά έθιμα (Ιγνατιάδου, 1997).
Η χρονολόγηση των ταφών εκτείνεται μεταξύ 9ου αι.π.Χ.-4ου αι. μ.Χ. Οι ρωμαϊκές ταφές εντοπίστηκαν στο δυτικό άκρο του νεκροταφείου. Οι περισσότεροι τάφοι προέρχονται από τον 6ο αι. π.Χ., γι’ αυτό και ονομάζεται συχνά «αρχαϊκό νεκροταφείο Θέρμης» (Ιγνατιάδου, 1997).
Η διάρκεια χρήσης του νεκροταφείου εκτείνεται σε 13 αιώνες και δείχνει τη συνεχή κατοίκηση στην περιοχή. Το ό,τι εντοπίζονται τάφοι και από τον 4ο αι. μ.Χ., όταν ο πληθυσμός έχει σε μεγάλο βαθμό μετακινηθεί στη Θεσσαλονίκη, δείχνει ότι εξακολουθούσαν να κατοικούνται τα πολίσματα (Ιγνατιάδου, 1997).
Οι ταφές έχουν προσανατολισμό Ανατολής-Δύσης. Αυτή η τακτική εφαρμόζεται με συνέπεια. Οι σπάνιες αποκλίσεις οφείλονται πιθανό στις αποκλίσεις της τροχιάς του ήλιου, βάσει του οποίου προσανατολίζονταν. Κάποιες φορές, οι ταφές διατάσσονται σε μικρές ομάδες, χωρίς να γνωρίζουμε αν αυτό οφειλόταν σε δεσμούς συγγένειας. Μεταξύ των ταφών δημιουργούνται μικροί διάδρομοι, που εξυπηρετούσαν προφανώς για την διέλευση των επισκεπτών και τη διάνοιξη νέων τάφων (Ιγνατιάδου, 1997).
Ταφικά έθιμα: Οι ταφές είχαν τη μορφή απλών λάκκων ή λαξευμένων σαρκοφάγων. Σε κάποιες περιπτώσεις διαπιστώθηκε καύση νεκρών. Στις περιπτώσεις καύσης, τα οστά που απέμεναν από την καύση ενταφιάζονταν σε αγγεία ή σε απλούς λάκκους. Ως σήμα του τάφου λειτουργούσε ένας απλός λιθοσωρός στην πλευρά του κεφαλιού του νεκρού. Ο προσανατολισμός είναι στον άξονα Ανατολής-Δύσης. Οι άνδρες τοποθετούνταν με το κρανίο στη δύση, ενώ οι γυναίκες με το κρανίο στην ανατολή. Αυτή η επιλογή θα πρέπει να συνδεόταν με κάποια θρησκευτική πίστη. Ανάλογα με το φύλο, διέφεραν και τα κτερίσματα. Οι ανδρικές ταφές συνοδεύονταν από τα όπλα τους (συνήθως επιθετικά όπλα από σίδηρο και σε κάποιες περιπτώσεις χάλκινα κράνη). Οι γυναικείες ταφές περιελάμβαναν χρυσά, ασημένια ή χάλκινα κοσμήματα. Οι παιδικές ταφές κάποιες φορές περιλαμβάνουν απλά κοσμήματα και πήλινα ειδώλια ή γυναικείες προτομές (Ιγνατιάδου, 1997).
Αρχαιολογικοί όροι
Κτερίσματα: αντικείμενα που συνοδεύουν τον νεκρό, ταφικά ευρήματα.
Πολίσματα: χωριά και κωμοπόλεις. Ο βασιλιάς Κάσσανδρος, ιδρυτής της Θεσσαλονίκης, κατήργησε 26 πολίσματα, για να αναγκαστούν οι κάτοικοί τους να μετακινηθούν στη Θεσσαλονίκη.
Ρομβόσχημα επιστόμια: ελάσματα σε σχήμα ρόμβου, που τοποθετούνταν πάνω στο στόμα του νεκρού.
Ενώτια: σκουλαρίκια.
Περόνες: Βελόνες/καρφίτσες με διακοσμημένη κεφαλή. Χρησιμοποιούνταν για την στερέωση των ρούχων.
Περίαπτα: μενταγιόν
Εξάλειπτρο: ανοιχτού σχήματος αγγείο που χρησιμοποιείται κατά την εκφορά του νεκρού.
Λήκυθος: μυροδοχείο με ταφική χρήση
Κοτύλη: μικρό αγγείο που χρησιμοποιούνταν ως μέτρο για τα υγρά χωρητικότητας 6 κυάθων (πήλινες κουτάλες).
Αμφορέας: αγγείο με δύο λαβές. Χρησιμοποιείται για τη μεταφορά και την αποθήκευση υγρών και στερεών.
Η σύληση των τάφων και τα ευρήματα: οι περισσότερες ταφές είναι συλημένες από την αρχαιότητα. Γι’ αυτό, σε μεγάλο βαθμό, απουσιάζουν τα πολύτιμα ευρήματα (Ιγνατιάδου, 1997).
Μερικά από τα πολύτιμα κτερίσματα που σώθηκαν είναι:
- Χρυσά ρομβόσχημα επιστόμια και χρυσές χάντρες διαφόρων σχημάτων
- Ασημένια ενώτια και περόνες.
- Χάλκινα κοσμήματα: χάντρες, περόνες, περίαπτα, περιλαίμια και βραχιόλια, από τις αρχαιότερες κυρίως ταφές.
- Ασημένια και χάλκινα νομίσματα.
- Λίγα χάλκινα κράνη
- Λίγα χάλκινα αγγεία.
- Αιχμές δοράτων
- Πήλινα ειδώλια, συνήθως καθιστές γυναικείες μορφές ή προτομές γυναικών ή ζώα.
- Άφθονη κεραμική όλων των τύπων και χρονικών περιόδων: απλά χρηστικά και αβαφή αγγεία μέχρι περίτεχνα ερυθρόμορφα και μελανόμορφα. Είναι από ντόπια εργαστήρια, αλλά και εισαγόμενη από την Αττική ή την Κόρινθο. Οι πιο συνηθισμένοι τύποι αγγείων που βρέθηκαν: εξάλειπτρα, λήκυθοι, σκύφοι, κοτύλες και αμφορείς (Ιγνατιάδου, 1997).
Τύποι των τάφων: πιθανοί λόγοι που οι τάφοι διαφέρουν μεταξύ τους:
- Ο κάθε νεκρός και οι συγγενείς του είχαν άλλη οικονομική δυνατότητα. Ο λάκκος είναι η πιο απλή και οικονομική ταφή.
- Οι νεκροί κατείχαν διαφορετική κοινωνική θέση, όσο ήταν εν ζωή.
- Οι νεκροί είχαν διαφορετική ηλικία: τα παιδιά θάβονταν με περισσότερη φροντίδα και επιμέλεια.
- Ανάλογα με την χρονική περίοδο, οι ταφικές πρακτικές διέφεραν (βλέπε πίνακα στο πλάι).
- Λόγοι οικονομίας χώρου ή χρόνου (π.χ. σε περιόδους λοιμών/λιμών ή πολέμων) επιβάλλουν άλλοτε την καύση κι άλλοτε το στρίμωγμα των ταφών ανάμεσα σε άλλες προϋπάρχουσες (Ιγνατιάδου, 1997).
Έθιμα ταφής, ανάλογα με την εποχή:
Σε αδρές γραμμές, τα έθιμα ταφής στον αρχαίο ελληνικό κόσμο ήταν τα εξής:
Μυκηναϊκή εποχή (13ος-11ος αι. π.Χ.): ενταφιασμός
Γεωμετρική εποχή (11ος-8ος αι. π.Χ.): ήδη από τον 11ο αι. εμφανίζονται οι καύσεις, αλλά εξακολουθούν να εφαρμόζονται και οι ταφές.
Αρχαϊκή εποχή (7ος-6ος αι. π.Χ.): κυριαρχεί η καύση κυρίως τον 7ο αι. π.Χ. Από τον 6ο αι. παράλληλη καύση και ενταφιασμός.
Κλασική εποχή (5ος-4ος αι. π.Χ.): παράλληλη καύση και ενταφιασμός.
Μακεδονικοί τάφοι: καύση
Κύρια διάκριση ταφών:
Α. Ενταφιασμοί | Β. Καύσεις (ενταφιασμός καύσης) | |
Ο νεκρός τοποθετείται μέσα στον τάφο σε ύπτια θέση, με τα πόδια τεντωμένα και τα χέρια κατά μήκος των πλευρών ή διπλωμένα στο στήθος. Σπάνια σε συνεσταλμένη θέση ή τοποθέτηση στο πλάι.Σε ορισμένες περιπτώσεις επιβεβαιώνεται η χρήση ξύλινου φορείου. | Αφού το σώμα του δεχτεί τις απαραίτητες περιποιήσεις (πλύσιμο, στόλισμα), τοποθετείται σε ένα βάθρο, όπου ανάβεται πυρά. Τα υπολείμματα της καύσης συλλέγονται και ενταφιάζονται σε άλλον χώρο. | |
1. Λακκοειδείς: Η πιο απλή και διαδεδομένη ταφή. Ανοίγεται απλός ορθογώνιος λάκκος. Σε ορισμένες περιπτώσεις το χείλος του λάκκου οριοθετείται από σειρά λίθων. Σε άλλες περιπτώσεις τα τοιχώματα επενδύονται με ωμά πλιθιά ή στρώσεις πηλού ή χτίζονται με πέτρες (σχιστόπλακες, τοποθετημένες κατά πλάτος). | 1.Ανοιχτή καύση Η τέφρα και τα καμένα οστά μαζί με τα κτερίσματα θάβονται σε αβαθή λακκοειδή τάφο. | |
2. Κιβωτιόσχημοι: μονοκόμματες ή τμηματικές σχιστόπλακες θέτουν τα όρια των τοιχωμάτων και του πυθμένα του τάφου. Έχουν ορθογώνιο σχήμα. Συνήθως οι πέτρες είναι αδούλευτες. Καλύπτεται με σχιστόπλακες. Οι πιο συνήθεις μετά τους λακκοειδείς. | 2.Τεφροδόχο αγγείο (εγχυτρισμός) Τα οστά και τα υπολείμματα της καύσης τοποθετούνται σε ένα πήλινο ή χάλκινο αγγείο, το οποίο με τη σειρά του τοποθετείται σε κυκλικό λάκκο και καλύπτεται με σχιστόλιθο. | |
3. Κεραμοσκεπείς: ρηχοί λακκοειδείς τάφοι που καλύπτονται με κυρτά κεραμίδια κατά μήκος τους (αμφικλινής κάλυψη). | ||
4. Σαρκοφάγοι: η πιο σπάνια και εκλεπτυσμένη εκδοχή του κιβωτιόσχημου τάφου. Ορθογώνιοι, λαξευμένοι σε έναν ενιαίο ογκόλιθο από πωρόλιθο. Καλύπτονται με μια πλάκα από πωρόλιθο. | ||
5. Ταφές σε πίθο: σε έναν αβαθή ωοειδή λάκκο, τοποθετείται πλαγιαστά ένας μεγάλος πίθος, που στηρίζεται με πέτρες. Μεγάλο μέρος του σώματος του αγγείου καταστρέφεται, προκειμένου να χωρέσει η ταφή, η οποία έπειτα καλύπτεται με σπασμένα τμήματα του αγγείου. Ένας σχιστόλιθος καλύπτει το στόμιο του αγγείου. | συρ |
Οι τάφοι στο αεροδρόμιο του Σέδες
Ανασκάφηκαν το 1938. Αποτελούν μια συστάδα τεσσάρων τάφων που ανήκουν στον 4ο αι. π.Χ. Κάθε ταφή είναι διαφορετικού τύπου και βρίσκεται διάσπαρτη σε έναν χαμηλό λόφο (Ιγνατιάδου, 1997).
Τάφος 1: μικρή σαρκοφάγος. Αφού τον έκλεισαν, άναψαν πάνω του νεκρική πυρά προσφορών, όπου βρέθηκαν χρυσό στεφάνι και φύλλα ελιάς.
Τάφος 2: μακεδονικός τάφος, με έναν θάλαμο (2,50 Χ 2,10 μ., ύψος: 2μ.). Από πωρόλιθο. Στη νοτιοδυτική πλευρά: θύρα με επιστύλιο, αέτωμα και πώρινα ακρωτήρια. Η στέγη ήταν αμφικλινής με πώρινες πλάκες. Ο νεκρός είχε τοποθετηθεί σε κλίνη. Τα μόνα ευρήματα που εντοπίστηκαν ήταν ένα σιδερένιο ξίφος και μια πελίκη (αγγείο), επειδή ο τάφος ήταν συλημένος.
Αρχαιολογικοί όροι:
Επιστύλιο: οριζόντιο λίθινο δοκάρι σε αυτή την περίπτωση.
Αέτωμα: τρίγωνη πρόσοψη μια δίρριχτης στέγης
Ακρωτήρια: διακοσμητικά στοιχεία στις απολήξεις του αετώματος
Λυροειδή: ο όρος αυτός χρησιμοποιείται στη βοτανολογία για να περιγράψει σχήμα φυλλωμάτων
Ανθέμια: φυτικά κοσμήματαΗράκλειον άμμα: κόμπος του Ηρακλή. Το Ηράκλειον άµµα είναι ο κόμπος που συχνά συναντάται στο κόσμημα και δηλώνει το δέσιμο της ζωής με τον θάνατο μέσα από τη σύνδεση που επιτυγχάνει ο Ηρακλής ανάμεσα στους δύο κόσμους και βέβαια τον διττό χαρακτήρα του ήρωα (ημίθεος).
Τάφος 3: μεγάλος κιβωτιόσχημος(2,60 Χ 1,80μ., βάθος 1,80μ.). Αποτελείται από τρεις σειρές πωρόλιθων και καλυπτόταν με πέντε πώρινες πλάκες. Κάτω από τις πλάκες της κάλυψης βρισκόταν ξύλινη οροφή (σανίδες 25-30 εκ.), την οποία υποβάσταζε ξύλινο δοκάρι. Εσωτερικά τα τοιχώματα έφεραν επίχρισμα καλής ποιότητας με περίτεχνα διακοσμητικά μοτίβα. Σώθηκε και η νεκρική κλίνη, κατασκευασμένη από πλίνθους, πάνω στην οποία είχε τοποθετηθεί η νεκρή με τα χρυσά της κοσμήματα. Δίπλα της βρέθηκε χρυσό νόμισμα της εποχής του Φιλίππου Β’.[3] Κοντά της βρέθηκαν αγαπημένα της αντικείμενα και προσφορές. Το πιο εντυπωσιακό και ασυνήθιστο, που βρέθηκε ανοιχτό πάνω στο στήθος της νεκρής, ήταν το χρυσό διάδημα, που αποτελείται από οκτώ ελλειψοειδή ή λυροειδή σχήματα και διακοσμείται με φύλλα άκανθας., σπειροειδείς έλικες και ζεύγη ανθεμίων. Στο κέντρο του διαδήματος, που χωρίζεται σε δύο ίσες πλευρές με σειρές τεσσάρων λυροειδών, ενώνονται σε ένα «ηράκλειον άμμα», που φέρει φτερωτό έρωτα. Στα δύο του χέρια κρατάει περιστέρια με ανοιχτά φτερά. Στα άκρα του διαδήματος δύο λεοντοκεφαλές φέρουν δύο κρίκους, για το κλείσιμό του.
Η νεκρή φορούσε ένα άλλο χρυσό διάδημα στολισμένο με λεοντοκεφαλές, «ηράκλειον άμμα», διακοσμημένο με ρόδακα και αλυσίδα. Από λεπτό χρυσό σύρμα.
Βρέθηκαν, επίσης, τρία ζεύγη από χρυσές τοξωτές πόρπες με χάλκινη βελόνα με περίτεχνα μοτίβα και το εμπρός μέρος ενός Πήγασου, ένα χρυσό σκουλαρίκι από στριφτό σύρμα και απόληξη λεοντοκεφαλής και χρυσό δαχτυλίδι με παράσταση κουροτρόφου. Τέλος, ένα περιδέραιο από 77 πήλινες επίχρυσες χάντρες.
Εκτός από τα κοσμήματα, άλλα κτερίσματα ήταν: ένας χάλκινος καθρέφτης, αλαβάστρινα και πήλινα αλάβαστρα και μια πήλινη πυξίδα, εξαιρετικής
ποιότητας με μαύρο γάνωμα και περίτεχνη διακόσμηση, ένας πήλινος σκύφος ανάλογης ποιότητας και ένας ασημένιος κάλυκας με ανάγλυφη διακόσμηση με φύλλα και επίχρυσο ρόδακα στη βάση. Τέλος, μια χάλκινη φιάλη.
Σε κάθε γωνία της κλίνης βρέθηκαν τέσσερα χάλκινα, επίχρυσα στεφάνια και στη νεκρική πυρά μία σιδερένια στλεγγίδα.
Βρέθηκαν ίχνη ξύλου πάνω στην κλίνη, γεγονός που οδηγεί στην υπόθεση ότι μάλλον η νεκρή ήταν τοποθετημένη μέσα σε ξύλινη θήκη πάνω στην κλίνη και ίσως τα κτερίσματα βρίσκονταν σε ένα ξύλινο κιβώτιο. Τα κιβώτια αυτά έφεραν περίτεχνη ανάγλυφη διακόσμηση από χρυσό ελεφαντόδοντο (μορφή Περσεφόνης, καθιστής με μακρύ χιτώνα και πυρσό στο δεξί χέρι, ανάγλυφοι κίονες,, κεφαλές γρυπών, λεοντοκεφαλές, λεοντοπόδαροι, ανθρώπινες μορφές). Εντοπίστηκαν, επίσης, γυάλινα διακοσμητικά στοιχεία, οφθαλμοί και πλακίδια, που κάλυπταν ανάγλυφα χρυσά ελάσματα με μορφή Απόλλωνα Κιθαρωδού, Δήμητρας και Κόρης. Τέλος, πήλινα επίχρυσα τσαμπιά σταφυλιών και μικροί δίσκοι με ανάγλυφο αστέρι, γοργόνειο και κεφαλή Αθηνάς, που ίσως διακοσμούσαν κάποιο ύφασμα. Ένα αξιοσημείωτο εύρημα που αναφέρει ο ανασκαφέας, αλλά δεν σώζεται ως σήμερα είναι ένα ψωμάκι σε κωνικό σχήμα που ερμηνεύτηκε ως «πέλανον»[4] από αλεύρι, μέλι και λάδι.[5]
Τάφος 4: Κιβωτιόσχημος, ελαφρά πυραμιδόσχημος (60 Χ 60 εκ.). τα τοιχώματά του καλύπτονται από πλάκες, που φέρουν εσωτερικά κονίαμα. Συλημένος και άδειος.
Αρχαιολογικοί όροι:
Ρόδακας: σχηματοποιημένο άνθος
Πόρπη: κόσμημα που χρησιμοποιούνταν για τη στερέωση των ενδυμάτων και άλλων κοσμημάτων πάνω σε αυτά. Σαν τις σημερινές παραμάνες περίπου.
Κουροτρόφος: γυναίκα που θηλάζει βρέφος
Αλάβαστρο: μυροδοχείο. Σφαιρικού σχήματος.
Πυξίδα: σκεύος, συχνά κυλινδρικό, που χρησιμοποιείται ως κοσμηματοθήκη και έχει σώμα και πώμα.
Κάλυκας: κύπελλο κρασιού, που μοιάζει με κάλυκα λουλουδιού
Στλεγγίδα: εργαλείο που χρησιμοποιούσαν οι αθλητές, για να απομακρύνουν από το σώμα τους την άμμο και το λάδι της παλαίστρας.
Αρχαίος Αμπελώνας στη Θέρμη (Σέδες) Θεσσαλονίκης (4ος αι. π.Χ.)
Ο αρχαίος αμπελώνας της Θέρμης εντοπίστηκε τυχαία κατά την ανασκαφή του αρχαίου νεκροταφείου. Σε μια μικρή έκτασή του κοντά στο νεκροταφείο και στον οικισμό βρέθηκε αρχικά ένα σύνολο από μικρούς και ρηχούς λάκκους, κυκλικούς και σχεδόν τετράγωνους ή ορθογώνιους (οικόπεδο αρ. 189β της οδού Σωκράτους), που δεν υπήρξε η δυνατότητα να ερμηνευτούν ικανοποιητικά. Θεωρήθηκαν ανοιχτοί χώροι, όπου θα γίνονταν κάποιες κοινές δραστηριότητες της κοινότητες. Βρέθηκαν, μάλιστα, υπολείμματα από δύο κεραμικούς κλιβάνους, που χρονολογήθηκαν στον 8ο-7ο αι. π.Χ. (Σκαρλατίδου, 2004).
Κατά την ανασκαφή ενός διπλανού οικοπέδου (του 188α), που απέχει περίπου 200μ. από το ύψωμα του αρχαίου οικισμού αποκαλύφθηκαν έξι τετράγωνοι ή σχεδόν κυκλικοί μικροί λάκκοι και έξι επιμήκεις τάφροι, με κατεύθυνση από Βορρά προς Νότο. Από τις έξι τάφρους, οι πέντε ήταν παράλληλες μεταξύ τους κι η έκτη ήταν η προέκταση της μιας από τις πέντε τάφρους. Τα στοιχεία αυτά οδήγησαν στην σκέψη ότι επρόκειτο για έναν αρχαίο αμπελώνα. Ανάλογα ευρήματα οδήγησαν στην εύρεση αρχαίου αμπελώνα στην Πέλλα, όπου η καλλιέργεια σταφυλιών και η παραγωγή κρασιού συνδέθηκε με τη λατρεία του Διονύσου (Σκαρλατίδου, 2004).
Ανασκάφηκε, μάλιστα μια στενή και αβαθής αύλακα νερού με κατεύθυνση ανατολής-δύσης, σκαμμένης στο φυσικό αργιλώδες έδαφος. Το χώμα της κοίτης της ήταν καστανό και αμμώδες, ανάμεικτο με χαλίκια. Οι λάκκοι απέχουν μεταξύ τους περίπου 1,50-2,50 μ. Μόνο οι δύο τάφροι αποκαλύφθηκαν ολόκληρες και έχουν μήκος περίπου 6,5-7μ. Οι υπόλοιπες, που δεν έχουν αποκαλυφθεί ολόκληρες, κυμαίνονται από 3-8 μ. περίπου (Σκαρλατίδου, 2004).
Δεν έχουν ίδιο πλάτος μεταξύ τους ούτε η καθεμιά έχει ενιαίο και σταθερό πλάτος. Είναι κατασκευασμένες με προχειρότητα και ανομοιομορφία. Το άκρο των δύο τάφρων που αποκαλύφθηκαν πλήρως δημιουργεί μια καμπυλότητα, που θα μπορούσε να προέρχεται από τη φύτευση των φυτών σε αυτή την περιοχή (Σκαρλατίδου, 2004).
Μέσα σε αυτές τις τάφρους βρέθηκε καστανό χώμα, άλλοτε μαλακό άλλοτε σκληρό, μικρή ποσότητα θραυσμάτων από κεραμίδια στέγης, άβαφα καθημερινά αγγεία από τον 4ο αι. π.Χ. μάλλον. Μέσα σε μια από τις τάφρους εντοπίστηκε μια ωοειδής οπή (0,22 Χ 0,14μ.), που περιείχε οργανική ύλη μαύρου χρώματος, ίσως από υπολείμματα ριζών. Ωστόσο, δεν μπορούμε να χρονολογήσουμε αυτή την οπή και θα μπορούσε να είναι πολύ μεταγενέστερη (Σκαρλατίδου, 2004).
Στα νότια της αύλακας ροής εντοπίστηκε άλλη μια τάφρος, πάλι με κατεύθυνση Βορρά-Νότου, αποκαλυμμένη πλήρως, με μήκος 9,65μ., πλάτος κυμαινόμενο μεταξύ 0,60-0,80μ. και βάθος γύρω στα 0,20μ. Η τάφρος αυτή συναντιέται με έναν αβαθή λάκκο σχεδόν κυκλικό. Η συνολική εικόνα που δίνεται είναι ότι αρχικά είχαν σκαφτεί οι αβαθείς λάκκοι και στη συνέχεια οι τάφροι, που μάλλον τους αντικατέστησαν (Σκαρλατίδου, 2004).
Στο οικόπεδο 189γ, που βρίσκεται στα ΝΑ του 188α ανασκάφηκαν άλλες τέσσερις τάφροι, παράλληλες μεταξύ τους, με κατεύθυνση πάλι Βορρά-Νότου. Έχουν ακόμη μεγαλύτερο μήκος. Το ανεσκαμμένο μήκος μιας είναι περ. 12 μ. Πάλι το πλάτος τους δεν είναι σταθερό ούτε οι μεταξύ τους αποστάσεις και φαίνεται ότι πήραν τη θέση παλιότερων λάκκων. Και σε αυτή την περίπτωση, ήταν γεμισμένες με καστανό χώμα και θραύσματα κεραμικής του 4ου αι. π.Χ. Βρέθηκαν, όμως, σε αυτή την περίπτωση και δύο χάλκινα νομίσματα του 4ου π.Χ. (Φιλίππου Β και Κάσσανδρου), που κάνουν ασφαλέστερη την χρονολόγηση (Σκαρλατίδου, 2004).
Η γενική εικόνα είναι ότι οι τάφροι και οι λάκκοι προέρχονται από ένα ενιαίο σύνολο, που αποτελούσε τον αρχαίο αμπελώνα. Η καλλιέργεια που ακολουθούνταν γινόταν με το σύστημα του ταφρεύειν, όπως φαίνεται. Η μέθοδος αυτή αναφέρεται από τον Πλίνιο (NH XVII, 35,166-169), τον Ξενοφώντα (Οικονομικός, ΧΙΧ 2-3), το Columella (De Arboribus I6 και IV2) και στον Στράβωνα (XV 3,11). Ο Στράβων μάλιστα αναφέρει τρεις τρόπους καλλιέργειας της αμπέλου: ο ένας είναι σε τάφρους, ο άλλος σε λάκκους και ο τρίτος σε σκαμμένο χώμα. Μάλιστα, συστήνει το αμπέλι να κοιτάζει στην ανατολή, άρα να έχει κατεύθυνση Βορρά-Νότου (Σκαρλατίδου, 2004).
Τα ευρήματα αρχαίων αμπελώνων με τη μέθοδο των τάφρων στην Ελλάδα είναι σπάνια (ΒΔ Πελοπόννησος, Νεμέα, Μέγαρα, Πέλλα). Το διαφορετικό μήκος των τάφρων στους αμπελώνες της Θέρμης φαίνεται ότι οφείλεται στον περιορισμένο χώρο που διαθέτουν. Μάλλον, οι καλλιεργητές εκμεταλλεύτηκαν όλο τον διαθέσιμο χώρο, όπως μπορούσαν(Σκαρλατίδου, 2004) .
Το ό,τι ο αμπελώνας χρονολογείται στον 4ο π.Χ. περίπου συμπίπτει με την ίδρυση της Θεσσαλονίκης από τον Κάσσανδρο το 315 π.Χ. Πιθανόν, οι εργαστηριακές δραστηριότητες που πραγματοποιούνταν στους λάκκους προηγουμένως αντικαταστάθηκαν από την καλλιέργεια αμπελιού την περίοδο που οι περισσότεροι κάτοικοι μετακινήθηκαν αναγκαστικά προς τη Θεσσαλονίκη. Οι λιγοστοί κάτοικοι που απέμειναν αναγκάστηκαν να αλλάξουν ασχολίες (Σκαρλατίδου, 2004).
Θέρμη-Σέδες: Θεωρίες για την ονομασία και την τοποθεσία της Θέρμης
Α. Αναφορές αρχαίων συγγραφέων για τη Θέρμη
Στράβων (63π.Χ.-24μ.Χ.):
Στο 7ο Βιβλίο των Γεωγραφικών του αναφέρεται στη Μακεδονία. Στο απόσπασμα 21 μας πληροφορεί ότι ο Κάσσανδρος, για να δημιουργήσει τη Θεσσαλονίκη, κατεδάφισε 26 πολίσματα (μικρές πόλεις) της Μυγδονίας και της Κρουσίδας (δυτική Χαλκιδική) και ανάγκασε τους κατοίκους να εγκατασταθούν στη νέα πόλη. Μεταξύ των πολισμάτων αναφέρει και τη Θέρμη. Στο απόσπασμα 24 περιγράφει ότι μετά τον ποταμό Αξιό βρίσκεται η Θεσσαλονίκη, που παλιότερα ονομαζόταν Θέρμη. Φαίνεται ότι αυτές οι δύο πληροφορίες έρχονται σε κάποια αντίφαση μεταξύ τους (Ιγνατιάδου, 1997, Χριστιανόπουλος, 1991).
Β. Απόψεις σύγχρονων μελετητών για τη Θέρμη
Μαργαρίτης Δήμιτσας:
Λόγιος και εκπαιδευτικός, που τέλεσε διευθυντής του Διδασκαλείου Θεσσαλονίκης απ’ το 1868. Το 1874 στο δίτομο έργο του «Αρχαία Γεωγραφία της Μακεδονίας» διατύπωσε πρώτος τη θεωρία του για την ταύτιση του χωριού Σέδες με την αρχαία Θέρμη[6]. Με επιμονή ασχολήθηκε με το ζήτημα και το 1879 δημοσίευσε τη μελέτη του που αφορούσε αποκλειστικά την αρχαία Θέρμη, με τίτλο «Κριτική μελέτη περί της διαφοράς της Θεσσαλονίκης από της Θέρμης». Απέρριψε πρώτα το απόσπασμα 24 του Στράβωνα που θεώρησε μεταγενέστερη βυζαντινή προσθήκη. Θεωρεί ότι η αναφορά της λέξης Θεσσαλονίκη -που ιδρύθηκε στη θέση της Θέρμης- δεν συμφωνεί με άλλες αναφορές του Στράβωνα που την αναφέρουν ως Θεσσαλονίκεια. Επικαλείται κυρίως τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο (1ος αι.μ.Χ., 23-79 μ.Χ.), σύγχρονο του Στράβωνα και συντάσσεται με τη θέση ότι η Αρχαία Θέρμη είναι το χωριό Σέδες και διέφερε από τη σύγχρονη Θεσσαλονίκη. Πήρε το όνομά της από τις θερμές πηγές της, κατά την άποψή του, δηλαδή την περιοχή που σήμερα βρίσκονται τα λουτρά Σέδες, όπου στην εποχή του υπήρχαν ερείπια αρχαίας πόλης. Ο Πλίνιος περιγράφει αναλυτικότερα ότι αμέσως βόρεια της Αινείας (σημερινή Νέα Μηχανιώνα), όπως πλέει κανείς από την Άκανθο (σημερινή Ιερισσός), βρίσκεται η Θέρμη. Έτσι, ο Δημίτσας τοποθετεί τη Θέρμη στο μυχό του κόλπου μεταξύ Μικρού και Μεγάλου Καραμπουρνού (Αιναίο Ακρωτήριο).
Το 1928, το ελληνικό Κράτος μετονόμασε το χωριό Σέδες σε Θέρμη, πεισμένο από τα επιχειρήματα του Δημίτσα (Ιγνατιάδου, 1997, Χριστιανόπουλος, 1991).
Μιχαήλ Χατζηιωάννου (εκπαιδευτικός και συγγραφέας):
Το 1879 δημοσιεύει τη μελέτη «Θερμαΐς, ήτοι περί Θεσσαλονίκης», όπου αντικρούει τις απόψεις του Δήμιτσα, καθώς ανταπαντά ότι τα ερείπια που επικαλείται ανήκουν σε μοναστήρι ή πύργο και υποστηρίζει ότι τα λουτρά απέχουν μεγάλη απόσταση από το χωριό Σέδες. Επικαλείται, έπειτα, βυζαντινές μαρτυρίες για την ύπαρξη λουτρών μέσα στη Θεσσαλονίκη και αναφέρεται στα δύο ονόματα της Θεσσαλονίκης, Αλία και Θέρμη. Ο Δήμιτσας του απαντά (Ἡ Μακεδονία ἐν λίθοις φθεγγομένοις και μνημείοις σωζομένοις, 1896), όπου επαναλαμβάνει τη θεωρία του και κερδίζει έδαφος, με αποτέλεσμα το χωριό Σέδες να μετονομαστεί σε Θέρμη (Ιγνατιάδου, 1997, Χριστιανόπουλος, 1991).
Πέτρος Παπαγεωργίου (διεθνούς φήμης λόγιος και αρχαιολόγος):
Απορρίπτει την άποψη του Δημίτσα και συνυπογράφει με τον Κεχαγιά.
Νικόλαος Ι. Κεχαγιάς (γιατρός και λόγιος):
Απορρίπτει ότι η Θεσσαλονίκη χτίσθηκε στη θέση της αρχαίας Θέρμης κι ότι είναι εξ ολοκλήρου νέα πόλη. Η Θέρμη, κατά την άποψή του, δεν βρισκόταν νοτιοανατολικά της Θεσσαλονίκης, στην παραλία μεταξύ του μικρού και μεγάλου Καραμπουρνού. Θεωρεί ότι θερμά λουτρά (που έδωσαν το όνομα στην αρχαία πόλη) υπήρχαν μέχρι τον 10ο αι. μέσα στη Θεσσαλονίκη και μάλιστα στο ναό του Αγίου Δημητρίου, οπότε έτσι απορρίπτει ότι η αρχαία Θέρμη βρισκόταν στο Σέδες. Θεωρεί ότι το ασφαλές λιμάνι θα πρέπει να ήταν η Θεσσαλονίκη, αφού πίσω από το Καραμπουρνού η παραλία είναι επικίνδυνη, επειδή τη χτυπάει ο βοριάς και είναι ρηχή. Επίσης, θεωρεί ότι ο Όλυμπος που θαύμασε ο Ξέρξης μόνο από τη Θεσσαλονίκη φαίνεται τόσο καθαρά. Με μια σειρά επιπλέον επιχειρημάτων καταλήγει στο ό,τι η Θεσσαλονίκη αποκαλούνταν προηγουμένως Θέρμη (Ιγνατιάδου, 1997, Χριστιανόπουλος, 1991).
P. Risal (Ισραηλίτης ιστορικός, νεανικό ψευδώνυμο του Joseph Nehama):
Στο άρθρο του «La ville convoitée Salonique» (Η συνοικισμένη πόλη Θεσσαλονίκη), που δημοσίευσε στο Παρίσι το 1914, αναφέρει ότι ο Κάσσανδρος συνένωσε σε μία πόλη, δηλαδή τη Θεσσαλονίκη, δύο προϋπάρχουσες πόλεις στο μυχό του Θερμαϊκού, τη Θέρμη (που βρισκόταν στη θέση της σύγχρονης Θεσσαλονίκης) και την Αλία (που βρισκόταν στο Καραμπουρνάκι). Δεν παραπέμπει σε πηγές. Η ονομασία Αλία αμφισβητείται από πολλούς (Ιγνατιάδου, 1997, Χριστιανόπουλος, 1991).
Κωνσταντίνος Ρωμαίος:
Το 1940 ανακινεί το ζήτημα και υιοθετεί μια συμβιβαστική άποψη, ότι δηλαδή η Θέρμη ήταν μια ατείχιστη, άτυπη πόλη με αρκετούς συνοικισμούς (τις τούμπες), από τους οποίους ο ένας ήταν παράκτιος. Οι συνοικισμοί αυτοί εκτείνονταν από την κοιλάδα του Σέδες μέχρι το σημερινό κέντρο της Θεσσαλονίκης. Ο Κάσσανδρος συνένωσε αυτές τις κώμες, για να δημιουργήσει τη Θεσσαλονίκη. Κατά την άποψή του ο κεντρικότερος συνοικισμός ήταν στο Μικρό Καραμπουρνού, όπου είχε βρει οικισμό από το 1.000 π.Χ. Οι απόψεις του είναι συζητήσιμες και αμφισβητήσιμες σε αρκετά μεγάλο βαθμό (Ιγνατιάδου, 1997, Χριστιανόπουλος, 1991).
Charles Edson:
Το 1947, στο έργο του «Notes on the Thracian Phoros», σχολίασε το όνομα Σέρμε, που ίσως ταυτίζεται με το όνομα Θέρμη και συζητά το ενδεχόμενο να ταυτίζεται η Θέρμη με το Σέδες. Απορρίπτει αυτό τον ισχυρισμό, με το επιχείρημα ότι το Σέδες απέχει 2,5 χιλιόμετρα από την ακτή και ότι τα Λουτρά Σέδες πάνω από 6 μίλια, οπότε δεν μπορεί να ταυτιστεί με την αρχαία Θέρμη, που ήταν παραλιακή. Κι ο Edson υποστηρίζει ότι δεν υπήρχαν θερμές πηγές στο Σέδες, αλλά στη Θεσσαλονίκη. Τελικά, δηλώνει ότι δεν είναι σε θέση να προσδιορίσει τη θέση της αρχαίας Θέρμης (Ιγνατιάδου, 1997, Χριστιανόπουλος, 1991).
Γεώργιος Μπακαλάκης:
Το 1953-54 συνεχίζει τη συζήτηση με τη μελέτη του «Θερμαίος», όπου επιχειρεί να εξηγήσει πειστικά την ετυμολογία της Θέρμης από το θερμός. Υποστήριξε, λοιπόν, ότι η ονομασία προήλθε από τη θέρμη της ενθουσιαστικής λατρείας του Διονύσου. Μάλιστα σε ναό του Διονύσου αποδόθηκαν μαρμάρινα τμήματα ναού ιωνικού ρυθμού (κίονες, κιονόκρανα, κατώφλι κλπ.). μεταξύ των οδών Κρυστάλλη και Διοικητηρίου[7], στην πλατεία Αντιγονιδών και διάσπαρτα στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, που χρονολογείται στο 500 π.Χ. Στο ναό αυτό γίνονταν μυστηριακές τελετές, όπου οι μύστες του Διονύσου χόρευαν σε κατάσταση θέρμης, δηλαδή έξαψης και πυρετού, που τους οδηγούσε η έκσταση και η μανία. Ακολούθησαν κι άλλες μελέτες του, στις οποίες ενισχύει την άποψη ότι η αρχαία Θέρμη ταυτίζεται με τη σύγχρονη πόλη της Θεσσαλονίκης (Ιγνατιάδου, 1997, Χριστιανόπουλος, 1991).
N.G.L. Hammond:
Το 1972 δημοσιεύει το βιβλίο του «A history of Macedonia» και ταυτίζει τη Θέρμη με το Καραμπουρνάκι (Ιγνατιάδου, 1997, Χριστιανόπουλος, 1991).
Μουτσόπουλος (καθηγητής αρχιτεκτονικής):
Σύμφωνα με την άποψή του, η Θέρμη εκτεινόταν από το Καραμπουρνάκι μέχρι το παλιό λιμάνι του Μεγάλου Κωνσταντίνου στη Θεσσαλονίκη (Ιγνατιάδου, 1997, Χριστιανόπουλος, 1991).
Βοκοτοπούλου Ι. (αρχαιολόγος):
Η Θέρμη θα μπορούσε να ταυτιστεί με τον οικισμό της Άνω Τούμπας και το Καραμπουρνάκι θα μπορούσε να είναι το επίνειο της Θέρμης, με το όνομα Αλία Θέρμη (Βοκοτοπούλου, 1986).
Μιχάλης Τιβέριος(καθηγητής αρχαιολογίας):
Η αρχαία Θέρμη ταυτίζεται, κατά την άποψή του (δημοσιεύσεις του 1987 και του 1990) με το Καραμπουρνάκι με βάση τα εξής δύο επιχειρήματα:
(α) παρατηρήθηκε εκεί ένας υποθαλάσσιος μόλος, ο οποίος αποδίδεται στο λιμάνι τα αρχαίας πόλης και
(β) εκτιμήθηκε η σπουδαιότητα των ευρημάτων παλιότερων ανασκαφών στο Καραμπουρνάκι (ένα χάλκινο αγγείο Αθηναίου οπλίτη, σύγχρονου με την αθηναϊκή κατοχή της Θέρμης το 431-429 π.Χ.) (Ιγνατιάδου, 1997, Χριστιανόπουλος, 1991).
M. Vickers:
Το 1981 δημοσιεύει το έργο «Therme and Thessaloniki», όπου ανακεφαλαιώνει τις προηγούμενες απόψεις και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι κατά πάσα πιθανότητα η ελληνιστική Θεσσαλονίκη είναι χτισμένη επάνω στην αρχαϊκή και κλασική Θέρμη (Ιγνατιάδου, 1997, Χριστιανόπουλος, 1991).
Δεν μπορεί κανείς ακόμη να πει με βεβαιότητα ούτε και σήμερα ποια είναι η αλήθεια σχετικά με την αρχαία Θέρμη (Ιγνατιάδου, 1997, Χριστιανόπουλος, 1991).
Βιβλιογραφία:
- Βοκοτοπούλου Ι. και Αικ. Δεσποίνη (1986). Προϊστορία, αρχαϊκοί και κλασικοί χρόνοι μέχρι το 315 π.Χ. Θεσσαλονίκη από τα Προϊστορικά μέχρι τα Χριστιανικά χρόνια. Υπουργείο Πολιτισμού Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης. 10-19.
- Γραμμένος Δ.Β. (1997). Η προϊστορική εποχή στη Θέρμη και την περιοχή της. Στο «Θέρμη: Ιστορία και πολιτισμός», Δήμος Θεσσαλονίκης. Σελ. 8-23.
- Δήμιτσας, Μ.Γ. (1874). Μακεδονικά, Αρχαία Γεωγραφία της Μακεδονίας. Βιβλιοθήκη του προς διάδοσιν των ελληνικών γραμμάτων συλλόγου. Αρ. 15.
- Ιγνατιάδου Δ. (1997) Η Θέρμη κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο», στο «Θέρμη: Ιστορία και πολιτισμός», Δήμος Θεσσαλονίκης. Σελ. 24-69
- Παππά, Μ. (2015). Αρχαιολογικό πρόγραμμα κοιλάδας του Ανθεμούντα: περίοδοι 2010-2011. Το Αρχαιολογικό Έργο στη Μακεδονία και στη Θράκη (ΑΕΜΘ), 15, 2011.
- Σιούντα Αν. (2017). Οικιστικά και ταφικά δεδομένα από την κοιλάδα του Ανθεμούντα κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο. Τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας. Μεταπτυχιακή Εργασία.
- Σκαρλατίδου, Ε.Κ. (2004). Αρχαίος αμπελώνας στη θέρμη (Σέδες) Θεσσαλονίκης. Στο Επιστημονικό Συμπόσιο «Οίνον ιστορώ, τα’ αμπελανθίσματα». Κτήμα Γεροβασιλείου, Επανομή Θεσσαλονίκης. Αθήνα 2004.27-35.
- Χριστιανόπουλος, Ν. (1991). Η αρχαία Θέρμη και η ίδρυση της Θεσσαλονίκης (1000-315 π.Χ.). Τμήμα Βιβλιοθηκονομίας Τ.Ε.Ι.Θ.
- Χουρμουζιάδης, Γ. (1985). Η οργάνωση και η χρήση του χώρου, η οργάνωση της οικονομίας και της τεχνολογίας, η διαμόρφωση της ιδεολογίας. Στο Παπαγιαννόπουλος, Α. (Επιμ.) Θεσσαλονίκη 2.300 χρόνια. Δήμος Θεσσαλονίκης. 15-26.
[1] Το εισαγωγικό αυτό κεφάλαιο αναφέρεται στην ευρύτερη περιοχή του Νομού Θεσσαλονίκης. Πηγές για το χρονολόγιο: Βοκοτοπούλου 1986· Χριστιανόπουλος, 1991.
[2] Δ. Ιγνατιάδου (1997) Η Θέρμη κατά την αρχαϊκή και κλασική περίοδο», στο «Θέρμη: Ιστορία και πολιτισμός», Δήμος Θεσσαλονίκης. Σελ. 24-69
[3] Κόπηκε μετά το 348 π.Χ. σε ανάμνηση της άλωσης της Ολύνθου από τον Φίλιππο. Είναι ένα όγδοο στατήρα με κεφαλή Ηρακλή στον εμπροσθότυπο και κεραυνό και επιγραφή ΦΙΛΙΠΠΟΥ στον οπισθότυπο.
[4] παχύρρευστο μίγμα από αλεύρι, μέλι και λάδι, το οποίο έχυναν ή έκαιγαν στους βωμούς ως προσφορά στους θεούς
[5] Βλέπε στο τέλος του κεφαλαίου, στο Παράρτημα 2
[6] Δήμιτσας (1874: 263): ἀδιστάκτως πιστεύω ὅτι ἡ Θέρμη ἔκειτο οὐχί ἐπὶ τῆς θέσεως τῆς νῦν Θεσσαλονίκης, ἀλλά νοτιώτερον ἐν τῷ μυχώ τῷ σχηματιζομένῳ μεταξύ τοῦ μικροῦ καὶ μεγάλου ἀκρωτηρίου Καραμπουρνοῦ (Αἰναίου), ἔνθα νῦν ὑπάρχουσι πύργοι ἐν τῇ παραλίᾳ τοῦ μέρους ἐκείνου.
[7] Εκεί που σήμερα βρίσκονται τμήματα του ναού της Αφροδίτης