
Ο ίδιος έχει μιλήσει για το έργο του και το έχει περιγράψει ως μια μελέτη για τον χρόνο. Είναι εξόφθαλμα ένα πείραμα, σχεδόν ένα πείραμα φυσικής, με μανδύα λογοτεχνικό και φιλοσοφικό, που μετράει τον χρόνο: τον χρόνο που κυλάει η ζωή του Χανς Κάστορπ. Η πρώτη μέρα του στο ίδρυμα διαρκεί περίπου 100 σελίδες, οι άλλες περνούν σε λιγότερες. Τα περισσότερα χρόνια περνούν σε ένα μόλις κεφάλαιο. Το τέλος πέρα από τα πεδινά και το σανατόριο κι αυτό κατέχει την έκταση ενός σύντομου κεφαλαίου, όπου ο Χανς Κάστορπ τελικά καταλήγει στο μεγάλο χωνευτήρι της Ιστορίας. Ο χρόνος που σκέφτεται ο ήρωας, ο χρόνος του συγγραφέα και ο χρόνος του αναγνώστη, ο χρόνος που τελειώνει κι ο χρόνος που αρχίζει, ο χρόνος που σταματά. Ο χρόνος που παρατηρούμε και είναι ένα αιώνιο παρόν κι ο χρόνος που περνά απαρατήρητος και μας διαμορφώνει, δίχως να το αντιληφθούμε.
Οι φιλοσοφικοί διάλογοι του Νάφτα και του Σετεμπρίνι, των δίπολων του ευρωπαϊκού πνεύματος, δεν καταλήγουν σε τελικά συμπεράσματα, όπως συμβαίνει και στους διαλόγους του Πλάτωνα. Μας ξεναγούν στις μεγάλες ιδέες και τα μεγάλα γεγονότα της ανθρωπότητας. Προσπαθούν να κερδίσουν την ψυχή του Χανς Κάστορπ, αλλά στην πραγματικότητα να άγουν την ψυχή του αναγνώστη.
Ο ήρωας ανεβαίνει στο Μαγικό Βουνό, όπως οι δεσμώτες βγαίνουν από το σπήλαιο· από τον ανήφορο. Ο κόσμος των πεδινών, ο κόσμος του σπηλαίου, σιγά-σιγά απομακρύνεται, μέχρι που εξαϋλώνεται. Δεν υπάρχει επιστροφή· μόνο η άνοδος. Μόνο ο δρόμος για τη φώτιση. Ο δρόμος είναι στρωμένος με ασθένειες, είναι ο κόσμος της αρρώστιας και του θανάτου. Αλλά είναι και απαλλαγμένος από τον συμβατικό χρόνο της καθημερινότητας, που ορίζεται από δουλειά και ελεύθερο χρόνο, από ψυχαγωγία και υποχρεώσεις. Τον ανεβαίνει με φυσικότητα, σαν να προοριζόταν εξ αρχής για αυτόν. Τον ανεβαίνει με μια αφέλεια και άγνοια κινδύνου· κι ίσως γι’ αυτό τον ανεβαίνει.
Κι όσο ανηφορίζει, το οξυγόνο αραιώνει και καθαρίζει η σκέψη. Στην αρχή δυσκολεύεται, δεν είναι συνηθισμένος στο φως ή στο πολύ οξυγόνο. Προσπαθεί να δει, να συνηθίζει στο φως. Αλλά, μόλις, αρχίζει να εξοικειώνεται με την κατάργηση του μέλλοντος και του παρελθόντος, βλέπει και ζει στο παρόν. Οι αληθινές μορφές αποκαλύπτονται. Η ζωή στο σύνολό της, ως βίωση κι όχι ως εμπειρία, ως στοχασμός κι όχι ως πάθος, αποκαλύπτεται. Είναι πια μόνιμος κάτοικος του Μπέργκχοφ. Είναι μόνιμα ασθενής, για να βρει την αλήθεια του. Λες και το σώμα στέκεται εμπόδιο και πρέπει να αποτραβηχτεί, μέχρι να αντιληφθεί την υγεία και την ίδια τη ζωή.
Η ακτινογραφία του αποκαλύπτει το σώμα όπως είναι, απαλλαγμένο από το δέρμα. Το αντικείμενο του πόθου του στην πραγματικότητα είναι μια Ιδέα, γι’ αυτό μπορεί να αλλάζει μορφές, χωρίς αυτό να είναι σημαντικό. Καμιά φορά δεν έχει καν μορφή. Είναι μια ακτινογραφία.
Η ασθένεια εξυψώνει τη στιγμή που καθηλώνει. Είναι μια ανάμνηση. Μια υπόμνηση. Το σώμα χρειάζεται εγκαίρως να θυμίσει στην ψυχή την προέλευσή της, για να τη μεταστρέψει. Η θητεία στο Μπέργκχοφ τον εκπαιδεύει και τον μυεί. Ο Χανς Κάστορπ μιλάει για το μεγάλο σούρουπο και με κάθε ευκαιρία εξ αρχής δεν διστάζει να δηλώσει ότι αυτός δεν είναι στρατιώτης· είναι ένας απλός πολίτης, ένα «βασανοπαίδι της ζωής», ένας απλός άνθρωπος εν τέλει. Χωρίς δισταγμό και με αφοπλιστική ειλικρίνεια, εκθέτει τις αδυναμίες του. Γι’ αυτόν δεν ήρθε ποτέ το Μεγάλο Μεσημέρι, δεν υπήρξε ούτε στην πρώτη του νιότη υπεράνθρωπος. Το αντίθετο· νιώθει πάντα ασήμαντος, κατώτερος των άλλων, χωρίς να ντρέπεται ή να νιώθει άσχημα γι’ αυτό. Αυτός είναι: ένας αντί-ήρωας, που του είναι ξένος κάθε είδους ιδεαλιστικός ηρωισμός. Εκτιμά την ασθένειά του, που δίνει μια θρησκευτική σχεδόν διάσταση στο σώμα του.
Φτάνει στον κόσμο των ιδεών, όπως θα μυούνταν ένας αλχημιστής. Φτάνει να δει τις Ιδέες ως αναπαραστάσεις της μνήμης αρχικά. Ξαναζεί τη ζωή του μέσα από τον κόσμο της όπερας και της μουσικής. Οι ήρωες που παρακολουθεί είναι Ιδέες του δικού του ψυχικού σύμπαντος. Κι έπειτα φτάνει να δει τις Ιδέες ως φάσματα νεκρών, να μπει στον κόσμο των Νεκρών, όπως ο Οδυσσέας στη Νέκυια. Κι εκεί αρχίζει η επιστροφή.
Κι ακριβώς αυτός ο απλός πολίτης στέκεται στον αντίποδα του υπέρ-ήρωα που αναδεικνύει τόσο τραγικά ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Χαρακτηριστικό του ότι σε αυτόν οδηγήθηκαν εκατομμύρια νέοι με τη θέλησή τους, στα πρότυπα του πολεμικού ηρωισμού και κατέληξαν σε οδυνηρές αλήθειες, κατανοώντας αργά πια σε μεγάλο βαθμό την ουσία της καθημερινής ζωής πέρα από τις διαστρεβλώσεις του πολεμικού ηρωισμού. Και είναι ειρωνεία ότι ο απλός αυτός αφελής πολίτης θα παρατήσει τον Παράδεισο για να επιστρέψει στην Κόλαση των πεδινών. Αλλά κι ο ίδιος ο Πλάτων δια στόματος Σωκράτη σε αυτό καλεί τον μυημένο πια σοφό: να ξανακατέβει στο σπήλαιο, για να απελευθερώσει κι άλλους. Ο Χανς Κάστορπ δεν γνωρίζουμε αν τελικά το καταφέρνει, αλλά το επιχειρεί.
Μοναδικές οι στιγμές ορόσημα του ήρωα, που καταφεύγει στη φύση: σε ένα άγριο φυσικό τοπίο, μια ολοζώντανο και οργιάζον και μια χιονισμένο και πένθιμο. Η άγρια φύση είναι στο τέλος η κυρίαρχη κι αυτή κρίνει το αποτέλεσμα· είναι η βασική υπενθύμιση ότι εκείνη ηγεμονεύει τη βούληση, το πνεύμα, την ψυχή και το σώμα, εκείνη εναγριώνει, ακόμη και τον πιο εκπολιτισμένο. Και είναι κορυφαία η στιγμή που ο Πέπερκορν, ο μεγαλόσωμος Ολλανδός, ο οποίος κυριαρχεί με την παρουσία του χωρίς να ολοκληρώνει καμιά φράση, που σχολιάζει αποσπασματικά έναν ολοκληρωμένο διάλογο, για να τον κάνει να φανεί ασήμαντος, αποφασίζει να αποχαιρετίσει τους υπόλοιπους. Μπροστά σε έναν καταρράκτη, όπου ακούγεται μόνο ο χειμαρρώδης ήχος του νερού και οποιαδήποτε προσπάθεια ομιλίας είναι αδύνατη, εκείνος βγάζει την πιο ολοκληρωμένη ομιλία του. Τα πιο σημαντικά δεν μπορούμε να τα ακούσουμε. Τα πιο σημαντικά δεν μπορούμε να τα αρθρώσουμε. Η φύση μόνο μπορεί.

Ο αφηγητής μάς απευθύνει τον λόγο στο πρώτο πληθυντικό πρόσωπο. Καταργεί την απόσταση ανάμεσα στον παντογνώστη αφηγητή, που κατανοεί τις αλλαγές στα εσώψυχα του ήρωα και τις φανερώνει με επιστημονική ακρίβεια ανατόμου. Κατά κάποιον τρόπο, καταργεί τις συμβάσεις της αφήγησης, όπως θα έκανε ένας ηθοποιός που απευθύνεται στην κάμερα, όσο παίζει τον ρόλο του. Μας υπενθυμίζει ότι αυτό είναι ένα παιγνίδι, ότι δεν επιθυμεί να μπούμε στην πλοκή, η οποία άλλωστε είναι απούσα σε μεγάλο βαθμό. Ένα βιβλίο 900 σελίδων μπορεί να περιγραφεί σε μερικές αράδες: η ζωή του κεντρικού ήρωα Χανς Κάστορπ σε ένα σανατόριο της Ελβετίας, όπου ανεβαίνει υγιής, για να επισκεφτεί τον ξάδελφό του Γιοάχιμ και καταλήγει ο ίδιος ασθενής με φυματίωση. Τα σχέδιά του να περάσει τρεις εβδομάδες στο σανατόριο καταλήγουν σε μια επταετή παραμονή του εκεί και μάλιστα με δική του επιθυμία. Από ένα χρονικό σημείο και έπειτα, ο Χανς Κάστορπ έχει κλείσει τους λογαριασμούς του με τα πεδινά, τα έχει αφήσει όλα πίσω του, παρόλο που θα εξαναγκαστεί να επιστρέψει στο τέλος, όπως οι φιλόσοφοι του Πλάτωνα.
Αυτό το ταξίδι μύησης παρακολουθούμε μέσα από φιλοσοφικές συζητήσεις, πνευματικές εμβαπτίσεις, συναισθηματικές μεταβολές, ένα ταξίδι όχι μόνο ωρίμανσης, αλλά εμβάθυνσης. Δεν μεγαλώνει απλώς, αλλά μπορεί πια να δει το Φως έξω από το σπήλαιο. Γι’ αυτόν, η άνοδο στο σανατόριο σηματοδοτεί την έξοδο από το σπήλαιο της καθημερινής πραγματικότητας. Η μεταβολή στην αίσθηση του χρόνου και του τόπου είναι αυτή που νοηματοδοτεί τη στιγμή της αλήθειας. Το οξυγόνο είναι διαφορετικό πια: η αναπνοή στην αρχή δυσκολεύεται, αλλά μετά συνηθίζει σε έναν άλλον ρυθμό. Ο δεσμώτης μπορεί πια να αναπνέει και να βλέπει ελεύθερα.
Ο ίδιος έχει περιγράψει την πραγματικότητα που τον ενέπνευσε, τις αρχικές του προθέσεις που διαψεύστηκαν στην πορεία, τα ιστορικά γεγονότα που καθόρισαν την εξέλιξη του έργου.
Στην εποχή του Μαγικού Βουνού, όταν ανεβαίνουν οι απολυταρχίες και ο ναζισμός στη Γερμανία, όταν στην Ευρώπη και στη Ρωσία εκθειάζεται τόσο η υγεία και η ευρωστία και εξοβελίζεται στο περιθώριο της κοινωνίας και της ιστορίας η ασθένεια, ο Χανς Κάστορπ διαλαλεί το δικαίωμα στην αδυναμία, στην έλλειψη ηρωισμού, στην αποδοχή της κατάστασής μας όπως είναι. Δεν είμαστε ούτε ήρωες (όπως πιστεύει στην αρχή) ούτε δειλοί (όπως πιστεύει στη συνέχεια), επειδή ασθενούμε· είμαστε απλώς άνθρωποι. Και ως πλάσματα του φυσικού κόσμου είμαστε τρωτοί: τρωτοί δεν σημαίνει μόνο θνητότητα. Άλλωστε, όταν πεθαίνουμε, βγαίνουμε εκτός της ανθρώπινης κατάστασής μας και δεν μπορούμε να πούμε και πολλά για αυτό. Αλλά όταν είμαστε ασθενείς, αδύναμοι, εξοβελισμένοι στη μοναξιά της αδυναμίας μας, της πάλης μας να σταθούμε πάλι στα πόδια μας, τα καταφέρουμε ή όχι, τότε είμαστε άνθρωποι.
Ακολούθησα τη συμβουλή του συγγραφέα να διαβάσω το έργο του δυο φορές. Από την πρώτη ανάγνωση, πριν μια δεκαετία, μου είχαν μείνει ελάχιστα. Κυρίως, οι συζητήσεις του Νάφτα και του Σετεμπρίνι. Όμως, τώρα στη δεύτερη ανάγνωση ανακάλυψα όλο το ταξίδι της μεταστροφής του ήρωα Χανς Κάστορπ. Ανακάλυψα το ταξίδι στον χρόνο και το άχρονο και τους υπόλοιπους ήρωες. Ανακάλυψα τη δική μου πορεία αυτό-εξερεύνησης και τους νέους φακούς θέασης που μου προσέφεραν. Αν το διαβάσεις μια φορά, το ίδιο το έργο θα σε ξανακαλέσει κάποια στιγμή να το ξαναδιαβάσεις, όσο κι αν σου φαίνεται απίστευτο ότι θα το αποτολμήσεις δεύτερη φορά. Έτσι, σου αποδεικνύεται άλλο ένα μάθημα του χρόνου: δεν μπορείς ποτέ να μπεις δεύτερη φορά στο ίδιο βιβλίο· ένας άλλος πια διαβάζει και κατανοεί ένα άλλο βιβλίο από την πρώτη φορά. Δεν είναι τυχαίο που κι ο Οδυσσέας του Τζόυς (1920), άλλο ταξίδι μύησης, δημοσιεύτηκε μόλις τέσσερα χρόνια νωρίτερα από το Μαγικό Βουνό (1924). Είναι η εποχή της αυτό-μύησης, της συνειδητοποίησης μέσα στα συντρίμμια ενός πολέμου που γέννησε και πολλαπλασίασε άλλους πολέμους, εσωτερικούς και εξωτερικούς.