Όταν έχεις έναν γείτονα που τον κατοικεί η ποίηση, τότε είσαι ευδαίμων· ο Γιάννης Ναζλίδης έχει μια ανοιχτή καρδιά κι η ποίηση τον επιθυμεί και τον αποθυμεί και τον επισκέπτεται συχνά. Έτσι, γράφει ό,τι εκείνη του ψιθυρίζει στο αυτί, να το ακούσουν όλοι· κι εκείνοι ακόμη που μόνο δυνατές φωνές και βιαστικές εικόνες καταλαβαίνουν.
Η ποιητική του συλλογή Ποιήματα επί τροχάδην, πριν ακόμη την ξεφυλλίσεις, σου αποκαλύπτει το μυστικό της. Ο ποδηλάτης του εξωφύλλου ακροβατεί πάνω στο ποδήλατό του. Χρειάζεται να στρέψεις το βιβλίο στο οπισθόφυλλο, για να καταλάβεις το παιχνίδι· γιατί ακριβώς το παιχνίδι είναι το νόημα.
Στο ποίημα «Ολοένα αναστατωμένη σκέψη…» εκφράζει τη μόνιμη πάλη του ανθρώπου της πόλης να κατοικήσει τον εαυτό του, όταν όλα γύρω παράγουν μόνο θόρυβο. Το βίωμά του για την πόλη δεν παύει άλλωστε στιγμή να το αφήνει έξω και από τα ζωγραφικά του έργα.
Αχ οι Πόλεις!
Με τις ξεχασμένες καντάδες
Τις κρυμμένες ηλικίες.
τις κουρασμένες μνήμες,
τις συνταξιοδοτημένες μέρες
τα ασταθή ζυγωματικά
τους αποκλεισμένους πόθους,
με τα «Πολλά ΠΑΡΑΛΙΓΟ»!
Βρε! Σ’ αγαπάει κανείς;[1]
Στο ποίημα «Απέραντη κάμαρη του νου…»,
Μεγάλωσα αυτοδίδακτος
στην τραπεζαρία της γιαγιάς,
με τα πολύχρωμα λουλουδένια τραπεζομάντηλα,
τα μαχαιροπήρουνα και τις ζαχαριέρες και
κάμαρες γεμάτες αλληλούια…
μας καλεί να μπούμε στα σπίτια των παιδιών του χρόνων,
τότε, που έπαιζαν με την Αγάπη
οι μικροί ήλιοι […]
Οι «Μέρες φθινοπώρου…» είναι μια ωδή για τη μετανάστευση. Ο τρόπος που οι λέξεις εκφέρονται, τα ονόματα, οι σιωπές, οι προσωπικές ιστορίες πίσω από απρόσωπες μηχανικές ζωές, αυτές που δεν τελειώνουν ποτέ: Ως πότε όμως; Ως πότε;
Οι «Ζωγραφισμένοι άνθρωποι» είναι ένα ευφυέστατο φιλοσοφικό ερώτημα:
Αν συγκεντρώνονταν οι ζωγραφισμένοι άνθρωποι
που ζουν στα έργα τέχνης,
σε μια μεγάλη πλατεία
και διαμαρτύρονταν
για την ΕΙΚΟΝΙΚΗ τους μόνο παρουσία στη ΖΩΗ,
αν ζήταγαν
μια εκπροσώπησή τους στα Ηνωμένα Έθνη,
αν διαμαρτύρονταν
αν…
τι θα γινόταν;
Κι αναρωτιέται έπειτα κανείς με τους τόσους φωτογραφισμένους ανθρώπους, αυτοί άραγε τι να ζητούν; Τι να θέλουν από τη ζωή;
Ο «Θυρωρός ερωτημάτων» αναρωτιέται:
Στο κέντρο της πλατείας μόνος αναρωτιέμαι!
Γιατί δεν πουλάνε Χρόνο στα περίπτερα;
Πότε υιοθέτησε τη νοσταλγία η λογοτεχνία;
Είναι συνυπεύθυνη η Άνοιξη για τους έρωτες, εεε!!!
Τι λεν οι οφθαλμίατροι για τα λόγια του Ιουνίου;
Μένουν αναπάντητα τα ερωτήματα ή ο καθένας τα απαντάει όπως μπορεί. Πάντως ο Θυρωρός τολμάει και τα θέτει.
Και βέβαια, η «Ωδή στην Τέχνη» με κεφαλαίο το Τ ξέρει ακριβώς την απάντηση:
Η Τέχνη ξέρει να «ενηλικιώνει» τις στιγμές!
Να τις κάνει Αιώνιες.
Κάποτε ήμουνα θάλασσα λέμε!
Γι’ αυτό την συμπαθούμε,
γιατί δεν μπορεί η λογική να τη νικήσει.
Που την έμαθες αυτήν την Τέχνη ρωτάνε;
Έλα ντε!
Το «HEY JUDE DON’T LET ME DOWN…», που αντηχεί τα δυο τραγούδια των Beatles, μας στρέφει πάλι απέναντι σε μια σειρά από ερωτήματα, που συνομιλούν με την ιστορία, με τη φιλοσοφία, με την ποίηση και βέβαια με τους στίχους των Beatles.
οι Beatles μέχρι πότε θα φροντίζουν την αγάπη;
Κι όμως στη «Διαμαρτυρία ερωτηματικών» δεν βρίσκουμε ερωτήσεις.
Αν κάτι αδημονεί
είναι ο καπνός του Νου μου σκέφτομαι!
Γι’ αυτό όταν φθινοπωριάζει,
μια τραμουντάνα «ύπερθεν των ορέων» μ’ απελεί.
Οι «Ξυπόλητες σκέψεις» τον βρίσκουν με δώδεκα λαϊκά τραγούδια στη φωνή μου προστατευμένα… Κι αυτό το βάρος που κατάφερε να κρατήσει και να βαστάξει μέσα του.
Το «Η ψυχή μου μ’ άλλο όνομα…» είναι αγαπημένο μου. Μου μαθαίνει μια νέα γεωγραφία. Ακούγοντας μια άλλη φωνή να μου δείχνει από την αρχή τον κόσμο και να με βοηθάει να ξεχνάω το περιττό.
Το «Κοίτα κι επάνω…» δίνει την απάντηση μετά τα αλλά… Και είναι μια απάντηση για εκείνους που ξεχνούν ακόμη και να ρωτήσουν.
«Μια ανθοδέσμη για σένα» κι ένα γράμμα στην ανθρωπότητα, για να πάρουμε ένα μήνυμα για τον εγωισμό μας.
Στο «Μια ιδέα στο Αστεροσκοπείο…» φαίνεται η ειλικρινής στάση του ίδιου του ποιητή απέναντι στη ζωή. Και παρά τις τόσες φορές η μέρα ήταν και πάλι καινούρια.
Η «Μνήμη μιας νύχτας…» είναι μια μεγάλη νύχτα όπου ο Χρόνος πέρναγε από τα παράθυρα. Κι όσοι ήταν μέσα κάτι άφησαν να τους διαφύγει. Άφησαν τη μνήμη να αιμορραγεί. Ήρθαν, είδαν, είπαν και μάλλον ήθελαν να φανούν, αλλά δεν ήθελαν να θυμηθούν. Αλλά η νύχτα φαίνεται ότι είχε τη δική της μνήμη και δεν τους ακολούθησε, φανερώθηκε μόνο στην ποίηση και στο βλέμμα που τη συνέλαβε.
Στο «Νέα ληξιαρχικά μητρώα» ο χρόνος αφαιρεί όλα τα βάρη, όλα τα περιττά και κρατά την αρχική μνήμη της πρώτης μέρας στον κόσμο. Πετάει όλες τις ταυτότητες και κρατάει την άδεια εκείνη μέρα που τα περιλαμβάνει όλα.
Στις «Σουρρεαλιστικές στιγμές» οι καθημερινές λέξεις κλέβουν τον χώρο του χαρτιού και γίνονται ποίηση. Οι άλλες οι σύνθετες μένουν έξω σιωπηλές. Δεν έχουν κάτι άλλο να πουν.
«Στους εξώστες του νου» η ταχύτητα και το δεν θα προλάβω αφήνει την λογοτεχνία να φορτώσει το φορτηγό με τα «χρειώδη» και παίρνει μαζί τον Βαλαωρίτη και τον Σκαρίμπα.
Στη «Φωνή που γιόρταζε τον καημό της» η φωνή είχε πάντα τη γιορτή της στα υπολείμματα της σιωπής.
Δεν ανησυχώ. Η μεγάλη καρδιά του Γιάννη θα είναι πάντα ανοιχτή στην ποίηση. Δεν ανησυχώ· θα κοιτάει με τα μεγάλα γαλανά του μάτια τον κόσμο όπως όταν ήταν παιδί. Για τους υπόλοιπους ανησυχώ, που περπατούν σκυφτοί και αφηρημένοι και τους ξεφεύγει η ποίηση κάθε στιγμή.
[1] Η μορφοποίηση είναι του αρχικού κειμένου