Η λέξη δηλώνει την καλή ώρα και κατ’ ευφημισμό τη νύχτα. Έτσι στον Ησίοδο διαβάζουμε μακραὶ γὰρ καὶ ἐπίρροθοι εὐφρόναι εἰσί. Δηλαδή μακρές και σύμμαχοι είναι οι νύχτες. Ο Ησίοδος βλέπει στις μακρές νύχτες έναν βοηθό και προστάτη. Το σκοτάδι παρέχει τη δική του ασφάλεια. Κι ο Πρόκλος συμπληρώνει ότι η νύχτα βοηθάει τα βόδια, ἐπειδὴ πολλὰ ἀναπαύονται καὶ ὀλίγα κάμνουσιν. Οπότε, το σκοτάδι τους προσφέρει ανάπαυση από τις ασχολίες της ημέρας. Η ἄστρων εὐφρόνη είναι η έναστρη νύχτα, ενώ η γενική εὐφρόνης σημαίνει στη διάρκεια της νύχτας.
Μεταγενέστεροι συγγραφείς, όπως ο Ησύχιος, χρησιμοποιούν τη λέξη με τη σημασία της ευφροσύνης.
Η λέξη φέρει τη ρίζα φρεν-, η οποία βρίσκεται στη λέξη φρήν (φρενός, πληθ. φρένες), που δηλώνει τον νου, τον εγκέφαλο, τη διάνοια, το μυαλό και το λογικό. Κάποιοι θεωρούν ότι η λέξη εὑφρόνη είναι συντετμημένος τύπος της λέξης εὐφροσύνη.
Έχει πολύ ενδιαφέρον να συλλογιστούμε ότι μια λέξη που σχετίζεται με τη φρόνηση, τη λογική και τον νου καταλήγει να συνδέεται με τη νύχτα, τον κατ’ εξοχήν δηλαδή χρόνο της αφροσύνης και του παραλόγου, του σκότους, που αφήνει στο περιθώριο τον λόγο. Οι αρχαίοι Έλληνες, λοιπόν, ευφήμισαν τη νύχτα ή τη φρόνηση, αναμιγνύοντας τους δύο αντιθετικούς κόσμους. Άλλωστε, στον κόσμο της ενότητας, τα αντίθετα καταργούνται.
Τέλος, μπορούμε να θυμηθούμε και μερικές από τις μυστηριώδεις φράσεις του Ηρακλείτου, που περιλαμβάνουν τη λέξη εὐφρόνη:
ἄνθρωπος ἐν εὐφρόνῃ φάος ἅπτεται ἑωυτῷ ἀποσβεσθεὶς ὄψεις. ζῶν δὲ ἅπτεται τεθνεῶτος εὕδων, ἐγρηγορὼς ἅπτεται εὕδοντος [απόσπασμα Β26].
Μετεγγραφή από τα αρχαία ελληνικά στα νέα: Όταν τα μάτια του κλείσουν (όντας νεκρός), ο άνθρωπος ανάβει φως μέσα στη νύχτα για τον εαυτό του. Ζωντανός αγγίζει τον θάνατό του (τον νεκρό, αν ακολουθήσουμε πιστά τη μετάφραση), όταν κοιμάται (όταν τα μάτια του κλείσουν)· όταν είναι ξύπνιος, αγγίζει τον ύπνο (τον κοιμισμένο, ακολουθώντας πιστά τη μετάφραση).
Το απόσπασμα αυτό έχει προκαλέσει πολλές συζητήσεις. Ακολουθεί έναν συλλογιστικό κύκλο, για να μας φανερώσει ίσως μια βαθιά αλήθεια για τη ζωής μας: όταν είμαστε ξύπνιοι, στην πραγματικότητα κοιμόμαστε, επειδή δεν συνειδητοποιούμε την άγνοιά μας. Όταν είμαστε ζωντανοί, μπορούμε να αγγίξουμε τον θάνατο συμβολικά ή κυριολεκτικά, επειδή για μας είναι ένα όριο κι ένας οδηγός, για να δούμε και να κατανοήσουμε πραγματικά την κατάστασή μας. Το κλείσιμο των ματιών κατά τον ύπνο, που μας φανερώνει τη νύχτα μέσα μας, εγείρει τον κόσμο των ονείρων. Τα κλειστά μας μάτια ανοίγουν την όραση για μια άλλη ύπαρξη, αποδεσμευμένη από τη φυλακή του χρόνου, όπου μπορούμε να βιώσουμε μια άλλη ζωή. Όταν πεθάνουμε, μπορούμε να ανάψουμε ένα φως μέσα στη νύχτα, να συνειδητοποιήσουμε στ’ αλήθεια, επειδή ολοκληρώνουμε τον κύκλο της ύπαρξης. Όμως, τον περισσότερο καιρό τον περνούμε ἐν εὐφρόνῃ.
διδάσκαλος δὲ πλείστων Ἡσίοδος· τοῦτον ἐπὶστανται πλεῖστα εἰδέναι, ὅστις ἡμέρην καὶ εὐφρόνην οὐκ ἐγίνωσκεν· ἔστι γὰρ ἕν. [απόσπασμα Β57]
Μετεγγραφή από τα αρχαία ελληνικά στα νέα: Ο Ησίοδος είναι ο δάσκαλος των περισσότερων ανθρώπων· γνωρίζουν καλά ότι ξέρει πάρα πολλά αυτός, που δεν διέκρινε τη μέρα από τη νύχτα· γιατί αυτές είναι ένα.
Στη φράση αυτή ο Ηράκλειτος συμπυκνώνει όλη την ποιητική σοφία του Ησίοδου. Πραγματικά, η νύχτα και η μέρα, το σκοτάδι και το φως είναι ένα. Καθετί είναι αξεδιάλυτο από το άλλο και δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το αντίθετό του.
ὁ θεὸς ἡμέρη εὐφρόνη, χειμὼν θέρος, πόλεμος εἰρήνη, κόρος λιμός. ἀλλοιοῦται δὲ ὅκωσπερ πῦρ, ὁπόταν συμμιγῇ θυώμασιν, ὀνομάζεται καθ᾽ ἡδονὴν ἑκάστου [ απόσπασμα Β67].
Μετεγγραφή από τα αρχαία ελληνικά στα νέα: Ο θεός είναι μέρα νύχτα, χειμώνας καλοκαίρι, πόλεμος ειρήνη, κορεσμός πείνα. Αλλάζει όπως η φωτιά, όταν αναμιχθεί με θυμίαμα, παίρνει το όνομα που ευχαριστεί τον καθένα.
Η φράση αυτή είναι τόσο σύνθετη μέσα στην απλότητά της. Ο θεός περιλαμβάνει τα πάντα και παίρνει το όνομα που καθένας θέλει να του δώσει, χωρίς να μεταβάλλει την ουσία του. Όπως η φωτιά μεταμορφώνει το θυμίαμα, αλλά διατηρεί και αναδεικνύει την ουσία μέσα από την ένωση των αντιθέτων που συμπληρώνονται.
εἰ μὴ ἥλιος ἦν, ἕνεκα τῶν ἄλλων ἄστρων εὐφρόνη ἂν ἦν [ απόσπασμα Β99]
Μετεγγραφή από τα αρχαία ελληνικά στα νέα: Αν δεν υπήρχε ο ήλιος, θα ήταν νύχτα όσο εξαρτάται από τα άλλα άστρα.
Στο σύντομο αυτό απόσπασμα μαθαίνουμε δύο πράγματα. Ο Ηράκλειτος αντιμετωπίζει τον ήλιο ως ένα άστρο, εφόσον τον διαχωρίζει από «τα άλλα άστρα». Το δεύτερο που καταλαβαίνουμε είναι ότι θεωρεί τον ήλιο ως αληθινό φωτοδότη, ενώ τα άλλα άστρα ετερόφωτα και μη ικανά να φωτίζουν το σκοτάδι.
Συμβολικά, θα μπορούσαμε να δούμε ότι τα άστρα, που είναι ετερόφωτα, δεν αρκούν για να διώξουν το σκοτάδι της άγνοιας, αν δεν υπάρχει αληθινό φως.
Πηγή:
Liddell, Scott, Jones Ancient Greek Lexicon (LSJ), λήμμα ευφρόνη και φρην
https://lsj.gr/wiki/%CE%B5%E1%BD%90%CF%86%CF%81%CF%8C%CE%BD%CE%B7
Ηράκλειτος, Άπαντα, Ζήτρος [εισαγωγή-μετάφραση: Τάσος Φάλκος-Αρβανιτάκης]
Αναστασία Καραβασιλείου